Σπιτική λεμονάδα αρωματισμένη με τζίντζερ και cookies ταχινιού.

… Μεσημέριασε. Η βόλτα τελειώνει με άραγμα σε καφέ στην Αδριανού για να ξεκουραστεί η αρίδα από το σουλάτσο. Χαζεύει τον κατάλογο και ψιθυρίζει “Πολύ αργά για καφέ…”. “Πολύ νωρίς για αλκοόλ!” συμπληρώνεις εσύ και της κλείνεις το μάτι πονηρά. “Υπομονή μικρό μου…”, συλλογίζεσαι. “Κοντεύει η ώρα που θα μοιραστείς με τη νονά σου τις σκέψεις σου για όλα όσα πληγώνουν και λυτρώνουν τις ψυχές μας, σε μια ήσυχη μπάρα αυτής της πόλης με χαμηλό φωτισμό και υψηλούς βαθμούς αλκοόλης” …













“Νοναααααά…”, τρέχει και σε υποδέχεται με την πιο γλυκιά αγκαλιά του κόσμου κι εσύ λιώνεις από αγάπη και υπερηφάνεια. Αγάπη για τους αυτονόητους λόγους και υπερηφάνεια για όλα όσα θα μπορούσαν να είχανε πάει λάθος και τελικά δεν πήγε τίποτα. Θα μπορούσε να ήταν η Jolie στο Girl, Interrupted αλλά δεν είναι. Ταυτίστηκε μάλλον με τη Ryder και προχώρησε παρακάτω (κι ας μας πήρε το όσκαρ η Angelina από τα χέρια, χαλάλι της…). Δεν χορταίνεις να της χαϊδεύεις τα μαλλιά και να την σκανάρεις σαν τομογράφος από πάνω μέχρι κάτω αναζητώντας μάταια κάποιο ψεγάδι. Χαίρεσαι να περπατάς δίπλα της και λυπάσαι που δεν μπορεις να την δαγκώνεις άλλο πια στις γαμπίτσες και στα μπρατσάκια όπως παλιά (που και που της δίνεις καμία γερή και παίρνεις τη δόση σου).

Νοιώθεις τύψεις γιατί έχεις να την δεις από τα Χριστούγεννα. Νοιώθεις τυψεις γιατί σου ‘χει ζητήσει εδώ και καιρό μια διανυκτέρευση σπίτι σου (ταινία, ποπκόρν, κουβεντολόι μεχρι το πρωί, κλπ, κλπ, κλπ…) κι ακόμα να βρεις μία μέρα διαθέσιμη. Νοιώθεις τύψεις γιατί ακόμα δεν φάγατε εκείνο το inside out california roll στην αγαπημένη της αλυσίδα sushi-bar. Νοιώθεις τύψεις για την κοινωνία που καλείται να ζήσει, να αγαπήσει, να ονειρευτεί… Μπροστά σε μία έφηβη νοιώθεις τύψεις για όλα. Ως πρέπει και ως οφείλεις. Αναλογίζεσαι πότε πέρασαν δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Ή δεκαεπτά; Ώπα-ώπα. Δεν παίζουν με αυτά. Κάνε το λάθος αν τολμάς και πες “δεκαεξάχρονη” μια δεκαεπτάχρονη έφηβη. Κάνεις λίγο τα μαθηματικά (μην τυχόν κι εκτεθείς σε ανύποπτη χρονική στιγμη) και σου λείπουν από το μέτρημα μερικοί μήνες για να συμπληρωθούν δεκαεπτά χρόνια.

Μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πίσω το σχήμα αυγό-λαμπάδα-παπούτσια. Αντιθέτως, υπηρετούμε πιστά το σχήμα CD-καλλυντικά-ρούχα. Στάση πρώτη: Δισκάδικο. Οικείος ο χώρος για εκείνη, κατευθύνεται χωρίς αναζήτηση στην κατηγορία που την ενδιαφέρει. Εσύ χαζεύεις μπεστάκια του Phil Collins και βινύλια του Van Morrison κι εκείνη κορεάτικες ποπ αγορομπάντες. Αναλογίζεσαι το χάσμα των γενεών που σας χωρίζει, μα λίγο πριν βγάλεις τη μεζούρα να το μετρήσεις, ο υπάλληλος του δισκάδικου βάζει το πρώτο λιθαράκι και γεφυρώνει μια χαρά τις δύο γενιές. “Κορίτσια βρήκατε αυτο που ψάχνετε;” Συγκινημένη απο το “κορίτσια” μοιράζεσαι μαζί της την θλίψη των τριανταεννέα Δεκεμβρίων. “Καλά ρε νονά… Δεν είσαι και ογδόντα!!!” προσπαθεί να σε συνεφέρει εκείνη. Της εξηγείς ότι δεν σε παρηγορεί το προσδώκιμο ζωής… Άλλο ένα CD στη συλλογή της.

Ο πιο εύκολος τρόπος να καθαρίσεις το τζίντζερ χωρίς φύρα είναι με ένα κουτάλι.

Επόμενη στάση: Καλλυντικάδικο. Εννοείται πως τα τεστάρει όλα, εννοείται πως σε συμβουλεύει για το κατάλληλο προϊόν για τον τύπο δέρματός σου, εννοείται πως τα θέλει όλα αλλά δεν σε φέρνει ποτέ σε δύσκολη θέση, εννοείται επίσης πως μια μέρα θα γίνει youtuber και beauty influencer (ο επαγγελματικός προσανατολισμός της εποχής). Προσθέτει άλλη μία παλέτα σκιών στη συλλογή της. Επόμενη στάση: Κατάστημα ρούχων. Μερικά t-shirts ακόμα δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Μεσημέριασε. Η βόλτα τελειώνει με άραγμα σε καφέ στην Αδριανού για να ξεκουραστεί η αρίδα από το σουλάτσο. Χαζεύει τον κατάλογο και ψιθυρίζει “Πολύ αργά για καφέ…”. “Πολύ νωρίς για αλκοόλ!” συμπληρώνεις εσύ και της κλείνεις το μάτι πονηρά. “Υπομονή μικρό μου…”, συλλογίζεσαι. “Κοντεύει η ώρα που θα μοιραστείς με τη νονά σου τις σκέψεις σου για όλα όσα πληγώνουν και λυτρώνουν τις ψυχές μας, σε μια ήσυχη μπάρα αυτής της πόλης με χαμηλό φωτισμό και υψηλούς βαθμούς αλκοόλης…”

“Νονά νηστέυεις;

Όχι μικρό μου. Δεν σώζομαι εγώ… Εσύ;

Ναι. Θα πάρω μία λεμονάδα με τζίντζερ.

Κάνε τις δύο. Έχει και νηστίσιμα cookies…”

Κουίζ: Βρες το δαγκωμένο μπισκότο…

Με αυτή την σπιτική λεμονάδα με άρωμα τζίντζερ θα κεράσεις τη βαπτιστήρα σου, θα χωνέψεις, θα δροσιστείς και θα αποτοξινωθείς. Θα την σερβίρεις μετά την Κυριακάτικη γενοκτονία αμνοεριφίων που πλησιάζει, αραιωμένη με νερό (ή ακόμα καλύτερα με σόδα για λίγο παραπάνω γκάζι) και θα μείνει σε όλους αξέχαστο το τραπέζι της φετινής λαμπρής. Σου χω και μοναδικά vegan, νηστίσιμα, full energy cookies ταχινιού για την επομένη το πρωί. Τώρα θα μου πετάξεις δικαιολογημένα στη μούρη φίλε αναγνώστη ότι μαλλον άργησα λίγο για προτάσεις νηστείας… Θα κατεβάσω το κεφάλι ενοχικά (δύο μηνών food blogger είμαι θα βελτιωθώ στους χρόνους μου με τον καιρό…), θα το παραδεχτώ και θα δικαιολογηθώ λέγοντάς σου ότι αυτά τα energy cookies θα σε συντροφεύουν όλο το χρόνο (ουφ! το σώσα…).

Ατομικές ζαμπονοτυρόπιτες κι ανθοτυρόπιτες.

… Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες …













Κυριακή μεσημεράκι. Μόλις τσάκισες το ψητό σου, έχεις κάνει και τη λάντζα σου και φλερτάρεις με την ιδέα να πας να την πέσεις για μεσημεριάτικη siesta, γιατί η εβδομάδα που τελειώνει ήταν δύσκολη και χρειάζεσαι τόνους ξεκούρασης να υποδεχτείς την αυριανή ημέρα. Ο καλός σου δεν ακολουθεί. Προτιμά να χωνέψει σόλο στον καναπέ κάνοντας ζάπινγκ. Τον αποχαιρετάς, οδεύεις εις τα ενδότερα και καταρέεις πριν προλάβεις να βγάλεις τις παντόφλες σου.

Δεν βλέπεις συνήθως όνειρα, ούτε πιστεύεις στον συμβολισμό τους. Έτσι όμως που έφαγες μάλλον φαίνεται ότι δεν τα γλυτώνεις… Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι περισσότεροι εφιάλτες σου ξεκινούν κατεβαίνωντας μία σπιροειδή σκοτεινή μεταλλική σκάλα που τρίζει, σε όλους πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό πρόσωπο και όλοι τελειώνουν με ένα αδέσποτο σκυλί να δαγκώνει τη γάμπα σου. Σφιχταγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου, λοιπόν, κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τη γνωστή σκαλίτσα…

Στρίγγλες τσαμπούνες κι υστερικοί ζουρνάδες σου παίρνουν τα αυτιά. Άνθρωποι ξεσηκώνονται σε χορούς κυκλωτικούς. Σε τυφλώνουν τα φλουριά τους που κουνιούνται ρυθμικά αντανακλώντας το φως της μέρας. Δεξιά σου μπουραζάνες. Αριστερά σου σεγκούνια. Σ΄ αρπάζει αυτός που σέρνει τον χορό – φέρνει λιγο στον Κώστα Ζουράρη αλλά δεν δίνεις σημασία – κι αρχίζεις να λυγιέσαι σαν γερακίνα πριν καλά καλά το καταλάβεις. Δεν έμελλε να κοιμηθείς αυτό το μεσημέρι… Σ’ αρπάζει ένα τσοπανόσκυλο από τη γάμπα, χάνεις τα βήματα και ξυπνάς βίαια με το κεφάλι καζάνι, με μία ελαφριά εφίδρωση στο μέτωπο και με μία υποψία παλινδρόμησης στο φάρυγγα. “Μάλλον παράφαγα” συλλογίζεσαι. Στέκεσαι λίγο καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Μα γιατί δεν σταματούν οι τσαμπούνες; Μήτε τα νταούλια, μητε οι ζουρνάδες…;.

Ο ήχος σε οδηγεί στο σαλόνι όπου βρίσκεται κι ο σκηνοθέτης του εφιάλτη σου. “Αετομηλίτσα Ιωαννίνων! Έλα, έλα…” σε προσκαλεί στον καναπέ ο καλός σου συντονισμένος στην ΕΡΤ3 έτοιμος να σφυρίξει κλέφτικα. Μαζί με εσένα ξύπνησαν κι οι παιδικές του αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό με τα ξαδέρφια του. Άλλο ένα επεισόδιο “Κυριακή στο χωριό” μόλις είχε ξεκινήσει. Παρκάρεις τον ενθουσιασμο του με ένα “Χαμήλωσέ το λίγο…” και ελπίζεις για καμια σόδα στο ψυγείο. Ευτυχώς το ψυγείο σου δεν σε πρόδωσε και ήδη νοιώθεις με την πρώτη γουλιά καλύτερα.

Σωπαίνουν οι τσαμπούνες, σωπαίνουν κι οι ζουρνάδες, παραμερίζουν κι οι Αετομηλιτσιώτες. Ήρθε η ώρα της κυρά Βαγίτσας που ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε και τα κυριακάτικά της και στηθηκε μπροστά από το φακό να σου εκμυστηρευτεί τα μυστικά του καλού φύλλου που μόνο εκείνη ξέρει – άλλη δεν ζύμωσε ποτέ στο χωριό…καταλαβαίνεις τώρα.

Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες. Σε νοιώθω. Αλλά δεν νομιζεις ότι πέρασε ικανός χρόνος από τότε που πρωτοέβρασες το πρώτο σου αυγό, από τότε που στράγγισες την πρώτη σου μακαρονάδα, από τότε που έψησες το πρώτο σου κοτόπουλο για να “ζυμωθείς” με νέες εμπειρίες; Αφού σ’ αρέσει η μαγειρική. Αν δεν σ’ άρεσε δεν θα με διάβαζες…

Μην σε κομπλάρει η κυρά Βαγίτσα που ανοίγει τα φύλλα σαν σεντόνια, σχεδόν διαφανή, να τα πάρει ο Σπαθάρης να προβάλλει τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Εσύ θα ακούσεις εμένα. Και το φύλλο σου θα ανοίξεις, και την πίτα σου θα φουρνίσεις και μια χαρά θα διατηρήσεις στο ακέραιο το προφίλ της famme fatale, μη μου αγχώνεσαι. Να, σαν να σε βλέπω. Με το σατέν το ρομπάκι σου, να πιάνεις τα μαλλιά σου ένα χαλαρό κότσο με το στυλό από την αντζέντα σου, να βάζεις μια μαλαγουζιά να σε συντροφεύει – όπως κάνεις πάντα όταν μαγειρεύεις – και να αρχίζεις τα ζυμώματα. Βάλε και τον δισκο του Θανάση “Στην Ανδρομέδα και στη γή” να παίζει – βασικό συστατικό επιτυχίας για πίτες – και σε μία ωρίτσα από τώρα θα τρως κάτι χειροποίητες πιτες, μα κάτι χειροποίητες πίτες…

Ας απλοποιήσουμε όμως λίγο τα πράγματα. Ξέχνα το δίμετρο πλάστη της κυρά Βαγίτσας. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ τέτοιο. Ξέχνα και τα χάλκινα σφυρήλατα σινιά της πενήντα πόντους διάμετρο. Εσύ θα φτοιάξεις για αρχή ατομικές πίτες στη λαμαρίνα του φούρνου σου. Ακολούθησε τις οδηγίες της συνταγής για τη ζύμη. Κόψε ένα μπαλάκι στο μέγεθος ενός μανταρινιού. Λίγο αλευράκι στον πάγκο σου, λίγο αλευράκι στο ζυμαράκι σου και ξεκίνα με ένα πλάστη χειρός – με έχει σώσει το μαραφέτι αυτό – να ανοίξεις ένα ακανόνιστο σχήμα φύλλου. Ότι βγει. Κύκλος, πολύγωνο, τετράγωνο… Μη δώσεις σημασία. Προσπάθησε μόνο να μην βγει πολύ χοντρό. Αν κολλάει κατά το άνοιγμα στον πλάστη αλεύρωσέ το ελαφρώς.

Διάλεξε τη γέμιση που σου αρέσει. Εγώ σήμερα λαχτάρισα ζαμπονοτυρόπιτα με σάλτσα ντομάτας και γλυκιά πιπεριά. Βάλε στο κέντρο τη γέμιση και ξεκίνα να διπλώνεις τα φυλλα προς τα μέσα σχηματίζοντας ένα πολύγωνο. Άσε και μια μικρή τρυπούλα στο κέντρο να εξατμίζονται τα υγρά της γέμισης – έτσι θα κάνεις πάντα αν είναι πολύ υδαρή. Κάνε αν έχεις όρεξη και μερικές ανθοτυροκουλουρίτσες. Άνοιξε το μανταρινάκι σου με τον πλάστη λίγο πιο μακρόστενο και βάλε κατά μήκος τη γέμιση. Τύλιξε τη σαν φλογέρα, στρίψε τη ελαφρώς και κάνε ένα σαλίγκαρο. Εγώ θερμαίνω στα μικροκύματα λίγο πρόβειο βούτυρο με ελαιόλαδο και με αυτό λαδώνω τη λαμαρίνα και τις πίτες πριν τις φουρνίσω. Καλή επιτυχία!

Ζύμη και σάλτσα για πίτσα.

… Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους. “Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία” …













Σεπόλια ώρα επτά απογευματινή. Σε έχει ταλαιπωρήσει από τις πέντε διαολεμένη κίνηση. Σκάβουν την Χαμοστέρνας, μόλις έκοψε τουλουμωτή βροχή, μία καραμπόλα δεν λείπει ποτέ από την νεροποντή – ⁷τα γνωστά. Είσαι μία ανάσα πριν από το χαλάκι της εξώπορτας, αλλά δε λέει να το πατήσεις. Ανεβάζεις την ένταση στο ραδιόφωνο να πέσουν λίγο οι σφιγμοί, ξεφυσάς σαν φάλαινα φυσητήρας και αυθυποβάλλεις τον εαυτό σου σιγοψιθυρίζοντας “Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή… μία διασταύρωση έμεινε”.

Αυτή όμως δεν είναι διασταύρωση. Είναι χτικιό. Είναι το σημειο όπου τέμνονται τρεις οδοί – Σεπολίων – Κωνσταντινουπόλεως – Ευαλκίδου – μπουλούκια πεζών από και προς το σταθμό μετρό Πλ. Αττικής, οι γραμμές της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η προσμονή της υπογειοποίησής τους. Είναι το σημείο όπου τηρείται ενός λεπτού σιγή στο χαμό της κυκλοφοριακής αγωγής. Προτεραιότητες; Προτεραιότητα έχει όποιος χωθεί. Δε χώθηκες; Θα μείνεις εκεί μέχρι άυριο. Οδοσήμανση; STOP κι η Eυαλκίδου STOP και η Κωνσταντινουπόλεως. Καταλαβαίνεις τώρα…

Επί της Ευαλκίδου, πιτσιρικάς διανομέας, ισορροπώντας το δίκυκλο με το ένα χέρι στο γκάζι και το άλλο να σκρολάρει το κινητό του, μεταφέρει πίτσες. Δε μεταφέρει όμως μόνο πίτσες. Μεταφέρει και νεύρα πολλά… Γιατί η ακτίνα διανομής – άνοιξε – άνοιξε – την έφτασε το αφεντικό Σεπόλια – η πιτσαρία στο Νέο Κόσμο εν τω μεταξύ. Γιατί δουλεύει ανασφάλιστος 40 μέρες σερί χωρίς ρεπό – δε θες να ξέρεις για πόσα. Γιατί το Μαράκι δεν απαντά στα μηνύματά του – το πιο χοντρό απ’ όλα. Αγνοεί το STOP.

Επί της Κωνσταντινουπόλεως, επαγγελματίας αυτοκινητιστής με τα μάτια νυσταγμένα και βαριά, λίγο πριν κλείσει δωδεκάωρο στο τιμόνι, ψάχνει την Γαλαξιδίου στο GPS και μεταφέρει ηλικιωμένη κοκκεταρία – πάει επίσκεψη αλλά δεν ξέρει ούτε αυτή τη Γαλαξιδίου. Δε μεταφέρει όμως μόνο τη γλυκούλα με το ταγιέρ και τις πάστες. Μεταφέρει και αυτός νεύρα πολλά… Γιατί αρνείται να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα στην παροχή υπηρεσιών μετακίνησης – beat, uber, κλπ). Γιατί το σημερινο δωδεκάωρο τον έβαλε μέσα – ούτε τα καύσιμα δεν έβγαλε. Γιατί δεν βρίσκει τη Γαλαξιδίου στα μηχανάκια του διαβόλου… Αγνοεί το STOP.

δυνατό ζύμωμα = ελαστική ζύμη

Λίγο το αγχωτικό σφύριγμα των ελεγκτών των γραμμών γιατί πλησίαζε το τρένο, λίγο το απειλητικό σφύριγμα του τρένου – έχει φάει κόσμο και κοσμάκι – λίγο τα νεύρα και η κούραση, φιλήθηκαν ντελιβεράς με ταρίφα πλαγιομετωπικά, ευτυχώς χωρίς σοβαρή ζημιά. Παρ’ όλα αυτά ανάβουν τα αίματα. Όπως κάθε αντρική εμπλοκή που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι αυτή ξεκινά σε φιλική διάθεση αρχικά για την αναζήτηση ευθυνών – καλά ρε φίλε δεν είδες το STOP; – και καταλήγει σε βίαιες ερωτικές σκηνές με τη γυναίκα που τους άλλαζε τις πάνες – γ..ω τη μάνα σου παλιομαλ…νο.

Πιτσιρικάς ων ο διανομέας – βράζει το αίμα του και δε σηκώνει και πολλά πολλά για τη μάνα του – αμολά το μηχανάκι μη λογαριάζοντας την κακιά στιγμή που ερχόταν και χυμάει στον ταξιτζή. Κι η κακιά στιγμή ήρθε. Πέφτει το μηχανάκι κάτω. Ανοίγει το κουτί της διανομής κι απλώνονται οι πίτσες στην Κωνσταντινουπόλεως σαν πλανήτες μετά την Μεγάλη Έκρηξη. Η μία πίτσα δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Της άλλης της την έπεσαν οι κόπροι της γειτονιάς – ανεπάντεχη η χαρά τους. Την τρίτη την περιέθαλψε ο ελεγκτής των γραμμών μουλωχτά στο φυλάκιο την ώρα της φασαρίας.

Ξηρή μαγιά, χλιαρό νεράκι, λαδάκι, θυμάρι, ζάχαρη (η τροφή της μαγιάς) κι η υπομονή ένα 10λεπτο να ενεργοποιηθεί.

Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους.

“Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία…”

Στο σπίτι μας δεν λείπουν ποτέ υλικά για πίτσα – και για βάφλα, και για λουκουμάδες, και για κρέπες, όρεξη να έχουμε να μαγειρεύουμε και να μπλογκάρουμε. Σκέψου εκείνον που περίμενε τον διανομέα μία ώρα να φτάσει κι εν τέλει δεν έφαγε κιόλας. Αν κι εσύ εκτιμάς την χειροποίητη πίτσα – και δεν είσαι ο φύλακας των γραμμών στη Σεπολίων να έχεις τα τυχερά σου – εμπιστέψου με.


Voilà! Eνεργοποιήθηκε.

Διάλεξε εσύ όποια γεύση σου αρέσει. Ποια είμαι εγώ που θα σου πω τι υλικά να βάλεις πάνω στην πίτσα σου; Θα μου επιτρέψεις όμως να σου πω πως θα βάλεις τα θεμέλια για την τέλεια πίτσα. Μιλάς με pizza engineer. Θες άλλη σάλτσα; Δεν θα επιμείνω. Όπως σε ευχαριστεί. Αλλά για τη ζύμη ούτε κουβέντα αγαπημένε μου αναγνώστη. Ζυμαράκι σχετικά αφράτο – αν θες ιταλικού τύπου προτίμησε να τη φας στο poselli όταν ανέβεις στη μάνα σαλλονίκη – εγώ προτιμώ τις μπαμπάτσικες – αλλά με σουπερ τραγανή κρούστα. Καλή επιτυχία!

Γόπες ψητές. Σκέτες.

… Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα απο την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου …





“Μαμά…τι θα φάμε σήμερα;” Ήξερα. Μύριζε όλο το σπίτι εξάλλου. Έτσι ρωτούσα. Προλόγιζα την γκρίνια μου. “Έλα βόηθαμε να στρώσουμε το τραπέζι κι άσε τις ερωτήσεις”, μου έκοβε τη φόρα γιατί κι εκείνη ήξερε τι θα επακολουθούσε. Δεν έκανε πρώτη φορά γόπες άλλωστε. Με είχε μάθει πια. “Πάλι γόπες;”, ξύνιζα εγω τα μούτρα μου. “Αυτό έχουμε αυτό θα φάμε. Πήγαινε τα ποτήρια μέσα”. “Άλλα ψάρια δεν υπάρχουν;”, η μουρμούρα συνεχιζόταν. “Όχι δεν υπάρχουν” με φλόμωνε στα παραμύθια για να μη μαρτυρήσει ότι τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν μπαρμπούνια και κουτσομούρες. “Σκέτες πάλι;” “Ναι, σκέτες. Και σαλάτα ντομάτα.” Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα από την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου.

Οι συμμορίες της Σαλαμίνας…
Κι η γόπα θέλει χέρι…

Από τότε πέρασε σχεδόν μία εικοσαετία. Τα οικονομικά βελτιώθηκαν. Η μάνα μου ούτε να ακούσει πλεον για γόπες. Της μυρίζουν λέει. Κι εγω στρώνω το δικο μου τραπέζι σήμερα. Γόπες ψητές. Σκέτες. Και σαλατα ντομάτα. Μόνη γαρνιτούρα μια γλυκόπικρη παιδική ανάμνηση. Αυτο κι αν είναι 20-year-challenge… Την ψαριά αυτή μας την χάρισε ο Αχμετ. Αιγύπτιος γείτονας και φίλος. Τον προμηθεύουν συμπατριώτες του που κάνουν μεροκάματα στα ψαροκάϊκα της Σαλαμίνας. Μπήκε στην αυλή με τα χέρια βαριά από τις σακούλες μα με την καρδιά γεμάτη από την χαρά της προσφοράς και μας τις άφησε. Αγοράζει συχνά πυκνά 3-4 κιλά γόπες φρεσκοψαρεμένες, απευθείας απο το καΐκι. Τις καθαρίζει και τις καταψύχει σε μερίδες και τρώει έτσι φρέσκο ψάρι μια φορά την εβδομάδα. “Ο Άχμετ αν και φτωχικά, προσπαθεί να ζει ποιοτικά” παρατήρησε ο φίλος μου. Το ίδιο μάλλον προσπαθούσε κι η μάνα μου, σκέφτηκα. Είδα τη γόπα με άλλο μάτι…

Το ψαράκι λοιπόν της φτωχολογιάς, με τις χρυσές ράβδους στα πλεύρα και το μάτι το βοϊδίσιο, εξού κι η επίσημη ονομασία της ‘Βόωψ’, μαζί με τα λοιπά ψάρια της οικογένοιας σπαριδών, σάλπες, σαργούς, κλπ, είναι ψαράκι διεμφυλικό εκ φύσεως. Οι θηλυκές γόπες μόλις ωριμάσουν αλλάζουν φύλο. Γίνονται αρσενικές για να καταφέρουν να αναπαραχθούν και να διαιωνίσουν το είδος τους. Ιδιαίτερο ψαράκι, λοιπόν, η γόπα, από κάθε πλευρά, που αξίζει να βγεί από το περιθώριο και να μπει στους φούρνους μας – μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Κατέβασε τη συνταγή να δεις πως τη ψήνω εγώ. Καλή επιτυχία!


βοῶπις < βοῦς + ὤψ (κυριολεκτικά: «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»

Σπαγγέτι Tetrazzini.

…Μην γελαστείς και το σερβίρεις στην παρέα ως ιταλική γκουρμεδιά με προφορά Lucio Dalla. Είναι αμερικάνικη συνταγή και χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα. Αμερικανιά μεν, με ιταλίδα όμως μούσα…













Σήμερα δεν είναι το Σάββατο που θα καταπιείς τα χιλιόμετρα με τον βηματομετρητή στον καρπό. Ούτε το Σάββατο που θα πάρεις την κολλητή με εσπρέσσους στο χέρι για περαντζάδες στους εμπορικούς δρόμους της πόλης, να χαζέυετε την ανοιξιάτικη κολεξιόν. Σήμερα δεν είναι επίσης το Σάββατο που θα αρματωθείς με λαχανικά και φρούτα από τη λαική αγορά της γειτονιάς σου. Σήμερα είναι το Σάββατο που θα παρακαλούσες μέχρι κι ο τετράποδος φίλος σου να σηκωνόταν στα πίσω του πόδια και να άδειαζε την κύστη του στη λεκάνη της τουαλέτας σου.

Βρέχει α-στα-μά-τη-τα!

Όμως μη μου μελαγχολησεις. Γιατί αν κι εσύ όπως κι εγω είσαι emotional eater και πιστεύεις ότι η σημερινή μουνταδα προσφέρεται ως τέλειο άλλοθι για να αναζητήσεις τη θαλπωρή σε υδατάνθρακες και λιπαρά, σου χω συνταγάρα. Σπαγγέτι Tetrazzini με κοτόπουλο και μανιτάρια.

Το ξερω ότι έχει μπει Απρίλης και προετοιμάζεις την καλοκαιρινή σου σιλουέτα. Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ όπως κι εσύ τρέχω σαν χάμστερ σε διαδρόμους γυμναστηριων και προπονω το πυελικό μου εδαφος οριζοντιωμένη σε στρώματα πιλάτες. Άλλά το ψυχοπλάκωμα το σημερινό δεν παλεύεται με γιαούρτι και βρωμη, ούτε με πρασινη σαλάτα και ξερακιανή πρωτεΐνη. Σήμερα η ζωή έχει νόημα μόνο πάνω από ένα πυρεξ με σπαγγέτι φούρνου με κρεμώδη σάλτσα τυριού, ζουμερές μπουκιές κοτόπουλου, πλούσια γεύση μανιταριών και χρυσαφένια κρούστα ψωμιού.

Μην γελαστείς και το σερβίρεις στην παρέα ως ιταλική γκουρμεδιά με προφορά Lucio Dalla. Είναι αμερικάνικη συνταγή και χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα. Αμερικανιά μεν, με ιταλίδα όμως μούσα. Η Louisa Tetrazzini, ιταλίδα σοπράνο διεθνούς φήμης, μια βροχερή Πρωτοχρονιά του 1910 – εντάξει, μπορεί και να μην ηταν βροχερή, έτσι το είπα για να σετάρω το σκηνικό – θάμπωσε το κοινό του San Francisco και τον σεφ του ξενοδοχείου που διέμενε, για να βρεις εσυ σήμερα την παρηγοριά που χρειάζεσαι. Τον σεφ δεν τον θυμάται με σιγουριά κανείς, το Λουιζάκι όμως πέρασε στην ιστορία. Έκτοτε η συνταγή έχει παραλλαχθεί, όπως κάθε συνταγή του περασμένου αιώνα, πολλάκις. Αυτή είναι η δική μου παραλλαγή. Καλή επιτυχία!

Πάστα Σκόρδου.

…’Οσο οδοστρωτήρας είναι το ωμό σκόρδο, τόσο φίνο και ντελικάτο είναι αυτό το σιγοψημένο. Σκέτη καραμέλα. Με την πάστα αυτή θα αρωματίζεις πουρέδες, μπεσαμέλ, βινεγκρετ, το λαδάκι που καις τα μακαρόνια σου, θα φτιάξεις το δικό σου σκορδοβούτυρο, σκορδόψωμα…













Όπως μπορείς να καταλάβεις και από το logo λατρεύω το σκόρδο. Όχι δεν είναι μαργαρίτα αυτό πάνω από το Miss Casserole, κατάλαβες λάθος. Ούτε μανταρίνι. Ούτε ρόδα ποδηλάτου – τα έχω ακούσει όλα αυτές τις μέρες. Κόψε ένα ολόκληρο κεφάλι σκόρδου οριζόντια στη μέση και κοιτα το. Με τι σου μοιάζει; Σωστά! Με το logo μοιάζει. Κι αφού το έκοψες στη μέση, πέτα το στο φούρνο σε μία λαμαρίνα με λαδόκολλα, ράντισε το με λάδι, αλάτι, πιπέρι και φτιάξε κι εσύ μία πάστα σκόρδου.

Όχι δεν θα ανάψεις φούρνο για ένα κεφάλι σκόρδο. Το ξέρω ότι έχεις οικολογική συνείδηση. Θα είχε νόημα να το κάνεις για τριάντα κεφάλια σκόρδο, όπως έκανε η τρελή blogger που σου γράφει, γιατί απλά το χει κορώνα στο κεφάλι της. Αλλά αν δεν έχεις σκοπό να σκουπίζεις τα δάκρυά σου και να φυσάς τη μύτη σου από την αψάδα όσο αυτό ψήνεται, μη το κάνεις. Αν δεν θες να αερίζεις το σπίτι σου δυο μερόνυχτα για να ξεμυρίσει ο καναπές σου, ο φίλος σου, μέχρι και το σκυλί σου, επίσης μην το κάνεις. Αν θες να κλειδώσεις έξω από τ’ αρχοντικό σου όμως στοιχειά, σατανάδες και κάθε δαιμόνιο κάνε το. Έλα αστειεύομαι… Δεν είμαι προληπτική, αλλά εσύ που δεν το αγαπάς το σκόρδο, να ξέρεις ότι ίσως να βάζεις τη ζωή σου σε μεταφυσικές περιπέτειες. Εντάξει, εντάξει το κόβω εδώ. Με χαζοαπειλές δεν θα αγαπήσεις το σκόρδο. Με αυτή την πάστα όμως υπάρχει μία πιθανότητα.

Όσο οδοστρωτήρας είναι το ωμό σκόρδο, τόσο φίνο και ντελικάτο είναι αυτό το σιγοψημένο. Σκέτη καραμέλα. Με την πάστα αυτή θα αρωματίζεις πουρέδες, μπεσαμέλ, βινεγκρετ, το λαδάκι που καις τα μακαρόνια σου, θα φτιάξεις το δικό σου σκορδοβούτυρο, σκορδόψωμα… Θα φιλάς κι όποιον αγαπάς με λιγότερο δισταγμό! Δεν είσαι για μπελάδες; Κανένα πρόβλημα. Ξέχνα τα τριάντα σκόρδα που σού λεγα. Ψήσε δύο κεφάλια, όταν λαχταρίσεις κοτόπουλο με πατάτες. Στρίμωξε τα σε μια γωνιά μέσα στο ταψί τυλιγμένα με αλουμινόχαρτο. Καλή επιτυχία!

Κάρτα Συνταγής Πάστα Σκόρδου (κάνε κλικ για άνοιγμα σε νέα καρτέλα).