Μοσχαρίσια σνίτσελ με τραγανές πατάτες σωτέ και ξινή κρέμα.

… “Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα …













H συναυλία του φετινού καλοκαιριού σίγουρα δεν είναι τα 30 χρόνια Καίτη Γαρμπή στο Αίθριο Θέατρο – αυτό το κάτι που θέλεις έχει σκληρότερο ανταγωνισμό. Δεν είναι ούτε οι Cure στo Eject Festival – αν και θα τους αγαπάς για πάντα, however long you stay, που λέει και το Lovesong. Ούτε οι Dream Theatre στο Gazi Music Hall – κι ας παρακαλάς να έρθει η ρημάδα η ώρα να καμαρώσει ο καλός σου από κοντά τον John Petrucci να γαργαλάει με προγκρεσιβιές τα τάστα της ηλεκτρικής του κιθάρας, μήπως και ξεμπουκώσει και κατέβουν λίγο τα ντεσιμπέλ στο σπίτι σας. Δεν είναι ακόμα-ακόμα ούτε ο Μάλαμας στο Θέατρο Βράχων – δεν θέλω να μου πικρένεσαι Σωκρατάκο μου, ειδικά εσύ θα με δικαιολογήσεις παρακάτω.Για την φετινή συναυλία δε θα χρειαστεί καν να στηθείς σε ουρές στο Ticket House ή στο Public – δεν έχει καν εισιτήρια. Για την ακρίβεια, μοναδικο εισιτήριο είναι μία οικογενειακή πίτσα ή ένα κουτί σφολιατοειδή από τον φούρνο της γειτονιάς σου – όχι δεν είναι συναυλία “όλοι μαζί μπορούμε” του ΣΚΑΙ. Η συναλία του φετινού καλοκαιριού δόθηκε την περασμένη Παρασκευή στο προαύλιο του Μουσικού Σχολείου Αλίμου και ευτυχώς ήσουν εκεί.

Το χρυσομπρονζέ χρώμα τους τα λέει όλα…

Η πρόσκληση ήρθε από καραμπόλα – δεν φαντάστηκε ποτέ η Ξανθίππη, εφηβική φίλη και συμμαθήτρια, ότι θα ενδιαφερόσουν να συνοδεύσετε την πρωτότοκη κόρη της στην σχολική γιορτή αποφοίτησης, ενώ δεν συμμετέχει καν φέτος στα μουσικά δρώμενα – τα πρωτάκια θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι του χρόνου. “Εννοείται”, είπες χωρίς δεύτερη σκέψη και δικαιωθηκες γι αυτό. Φτάσατε από νωρίς στο σχολείο κι αράξατε στην τσιμεντένια κερκίδα του προαυλίου, αφού αφήσατε το εισιτήριο – ζαμπονοτυροπιτάκια – στην υπεύθυνη του μπουφέ. Δεν χόρταινες να κοιτάς τους μαθητευόμενους οργανοπαίκτες να επιδίδονται σε πολύωρο sound check, να σετάρουν και την παραμικρή λεπτομέρεια στην ποιότητα του ήχου, κάνοντας νοήματα στον ηχολήπτη-καθηγητή τους στην άλλη άκρη του προαυλίου και να κουρδίζουν ευλαβικά τα όργανά τους – δεν ξέρω πως ακούστηκε αυτό.

Αυτή δεν είναι πατάτα…

“Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα. Μικρές Μανταλένες Peyroux σε ταξίδεψαν στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης με φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς και φαλτσετοψηλές – τόσους κύκλους Voice τα έχεις μάθει όλα πια. Έφηβοι Φρέντηδες σε απείλησαν με την γροθιά τους υψωμένη στον αέρα “we will rock you” κι εσύ τους απάντησες “καλώς να ορίσετε”. Μικρογραφίες του Λεονάρδου Κοέν σου άπλωσαν το χέρι να τους χορέψεις to the end of love – αν επιστρέφατε στα θρανία η Ξανθίππη θα χόρευε σίγουρα τον τρομπετίστα και πρόεδρο του δεκαπενταμελούς – πάντα την γοήτευαν άλλωστε τα γαλόνια και τα αξιώματα – ενώ εσυ θα χόρευες τον εσωστρεφή μπασίστα με την κρικάρα στο αυτί και τη φαρδιά τζιν βερμούδα. Μικρόσωμοι Θαλασσινοί απορούσαν ποιος σου έμαθε τα σμυρνέικα τραγούδια κι εσύ τα έλεγες και τα ξανάλεγες και δάκρυζες από συγκίνηση και δέος στην διαπίστωση ότι ακόμα κι ο χειρότερος μαθητής στο σχολείο αυτό θα αποφοιτήσει ως σολίστ βιολιού, ακορντεόν ή πιάνου, έχοντας δαμάσει την σχιζοφρένια της εφηβείας του με νότες και ημίτονα.

Πανάρισμα: αλεύρι, τινάζεις, αυγό, στραγγίζεις, γαλέτα, done!

Στο μεγάλο διάλειμμα, στα μισά της συναυλίας, θυμηθήκατε με την παιδική σου φίλη αναπόφευκτα και τα δικά σας. Δεν είχατε την τύχη να αποφοιτήσετε από μουσικό λύκειο αλλά είχατε την τύχη να σας διδάξουν ολοκληρωτικό λογισμό και συνδυαστική δύο φιλότεχνοι Μαθηματικοί – Μενεξής – Βαρελόπουλος – που δεν άφηναν σχολική χρονιά να λήξει χωρίς πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις και μουσικά αφιερώματα. Το διάλειμμα τέλειωσε, πιατάκια μιας χρήσης πήγαν και ήρθαν από και προς τον μπουφέ, οι καλλιτέχνες ξεμούδιασαν δάχτυλα και φωνητικές χορδές, εσείς αδειάσατε τις κύστες σας στις τουαλέτες του σχολείου – παραμένουν τούρκικες με μαντεμένο καζανάκι νιαγάρα – και το δεύτερο μισό ξεκίνησε με ένα μικρό σατιρικό κείμενο των δύο πιο δημοφιλών καθηγητών του σχολείου – αφιερωμένο στην τρίτη λυκείου και στα καμώματά της. Αφιερωμένο δηλαδή στην πίσω αυλή του σχολείου που εκτελούσε χρέη καπνιστηρίου, στα μεθύσια της πενταήμερης, στις φάρσες στη Θρησκευτικού – πάντα αυτή τα τραβάει όλα – και σε πολλά πολλά άλλα…

Η αγία τρίας των σνίτσελ.

Την βραδιά έκλεισε – προχωρημένες δώδεκα – η ροκ μπάντα του σχολείου με αγαπημένα κλασικά, με τα αγόρια να αλληλοσπρώχνονται σχιζοειδώς στο Smells like teen spirit, με αναπτήρες να κουνιούνται ρυθμικά στις μπαλάντες των Scorpions, με τσιγάρα σαν μεγάλες κιμωλίες να ανάβουν και να μη λένε να σβήσουν στα μελοποιημένα των Πυξ-Λαξ.

Αξέχαστη βραδιά. Την κουβάλησες μαζί σου όλο το Σαββατοκύριακο. Θα ήθελες όλα τους να ήταν παιδιά σου. Ειδικά ο μπασίστας. Έστω κι ο τρομπετίστας. Τους φαντάζεσαι να γυρνάνε σπίτι από το σχολείο, ξεκάθαρα αργοπορημένοι, βρωμοκοπώντας βενζολιο και νικοτίνη – με τον καπνό κρυμμένο στην αρβίλα, λες κι η μάνα τους τον έκρυβε αλλού τον καπνό, δε θα τον έβρισκε- και να την καλοπιάνουν με μαλαγανιές του τύπου “Φτοιάξε ρε μάνα εκείνο το τέλειο σνίτσελ με τις φανταστικές τραγανές πατάτες και την μοναδική sour cream που μόνο εσύ ξέρεις να φτοιάχνεις τόσο ωραία, να φάει ο γιόκας σου ο μονάκριβος…”. Εσύ πάντως ξέρεις ποια θα ήταν η τιμωρία τους. Θα τους έβαζες να σου παίξουν και τα 160 λεπτά από το live του Van Morrison στο Montreux Jazz Festival να μάθουν τα παλιόπαιδα…

yummy yummy…

Μην ακους σνίτσελ και τραγανές πατάτες και αρχίζεις να μετράς θερμίδες. Δεν θα τηγανίσεις deep fry στο υπόσχομαι. Μοσχαρίσια είναι τα σνιτσελ από άπαχο νουά τα οποία θα τα περάσεις από το τηγάνι με ελάχιστο λαδάκι, όπως και τις πατάτες που θα προβράσεις ελαφρώς. Φτοιάξε το για τον έφηβο γιό σου, για τον έφηβο γκόμενό σου ή για τον έφηβο εαυτό σου που τον παράτησες στα θρανία και στα προαύλια του σχολείου σου και είναι ακόμα εκεί και σε περιμένει να επιστρέψεις. Καλή επιτυχία!

Ζύμη και σάλτσα για πίτσα.

… Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους. “Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία” …













Σεπόλια ώρα επτά απογευματινή. Σε έχει ταλαιπωρήσει από τις πέντε διαολεμένη κίνηση. Σκάβουν την Χαμοστέρνας, μόλις έκοψε τουλουμωτή βροχή, μία καραμπόλα δεν λείπει ποτέ από την νεροποντή – ⁷τα γνωστά. Είσαι μία ανάσα πριν από το χαλάκι της εξώπορτας, αλλά δε λέει να το πατήσεις. Ανεβάζεις την ένταση στο ραδιόφωνο να πέσουν λίγο οι σφιγμοί, ξεφυσάς σαν φάλαινα φυσητήρας και αυθυποβάλλεις τον εαυτό σου σιγοψιθυρίζοντας “Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή… μία διασταύρωση έμεινε”.

Αυτή όμως δεν είναι διασταύρωση. Είναι χτικιό. Είναι το σημειο όπου τέμνονται τρεις οδοί – Σεπολίων – Κωνσταντινουπόλεως – Ευαλκίδου – μπουλούκια πεζών από και προς το σταθμό μετρό Πλ. Αττικής, οι γραμμές της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η προσμονή της υπογειοποίησής τους. Είναι το σημείο όπου τηρείται ενός λεπτού σιγή στο χαμό της κυκλοφοριακής αγωγής. Προτεραιότητες; Προτεραιότητα έχει όποιος χωθεί. Δε χώθηκες; Θα μείνεις εκεί μέχρι άυριο. Οδοσήμανση; STOP κι η Eυαλκίδου STOP και η Κωνσταντινουπόλεως. Καταλαβαίνεις τώρα…

Επί της Ευαλκίδου, πιτσιρικάς διανομέας, ισορροπώντας το δίκυκλο με το ένα χέρι στο γκάζι και το άλλο να σκρολάρει το κινητό του, μεταφέρει πίτσες. Δε μεταφέρει όμως μόνο πίτσες. Μεταφέρει και νεύρα πολλά… Γιατί η ακτίνα διανομής – άνοιξε – άνοιξε – την έφτασε το αφεντικό Σεπόλια – η πιτσαρία στο Νέο Κόσμο εν τω μεταξύ. Γιατί δουλεύει ανασφάλιστος 40 μέρες σερί χωρίς ρεπό – δε θες να ξέρεις για πόσα. Γιατί το Μαράκι δεν απαντά στα μηνύματά του – το πιο χοντρό απ’ όλα. Αγνοεί το STOP.

Επί της Κωνσταντινουπόλεως, επαγγελματίας αυτοκινητιστής με τα μάτια νυσταγμένα και βαριά, λίγο πριν κλείσει δωδεκάωρο στο τιμόνι, ψάχνει την Γαλαξιδίου στο GPS και μεταφέρει ηλικιωμένη κοκκεταρία – πάει επίσκεψη αλλά δεν ξέρει ούτε αυτή τη Γαλαξιδίου. Δε μεταφέρει όμως μόνο τη γλυκούλα με το ταγιέρ και τις πάστες. Μεταφέρει και αυτός νεύρα πολλά… Γιατί αρνείται να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα στην παροχή υπηρεσιών μετακίνησης – beat, uber, κλπ). Γιατί το σημερινο δωδεκάωρο τον έβαλε μέσα – ούτε τα καύσιμα δεν έβγαλε. Γιατί δεν βρίσκει τη Γαλαξιδίου στα μηχανάκια του διαβόλου… Αγνοεί το STOP.

δυνατό ζύμωμα = ελαστική ζύμη

Λίγο το αγχωτικό σφύριγμα των ελεγκτών των γραμμών γιατί πλησίαζε το τρένο, λίγο το απειλητικό σφύριγμα του τρένου – έχει φάει κόσμο και κοσμάκι – λίγο τα νεύρα και η κούραση, φιλήθηκαν ντελιβεράς με ταρίφα πλαγιομετωπικά, ευτυχώς χωρίς σοβαρή ζημιά. Παρ’ όλα αυτά ανάβουν τα αίματα. Όπως κάθε αντρική εμπλοκή που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι αυτή ξεκινά σε φιλική διάθεση αρχικά για την αναζήτηση ευθυνών – καλά ρε φίλε δεν είδες το STOP; – και καταλήγει σε βίαιες ερωτικές σκηνές με τη γυναίκα που τους άλλαζε τις πάνες – γ..ω τη μάνα σου παλιομαλ…νο.

Πιτσιρικάς ων ο διανομέας – βράζει το αίμα του και δε σηκώνει και πολλά πολλά για τη μάνα του – αμολά το μηχανάκι μη λογαριάζοντας την κακιά στιγμή που ερχόταν και χυμάει στον ταξιτζή. Κι η κακιά στιγμή ήρθε. Πέφτει το μηχανάκι κάτω. Ανοίγει το κουτί της διανομής κι απλώνονται οι πίτσες στην Κωνσταντινουπόλεως σαν πλανήτες μετά την Μεγάλη Έκρηξη. Η μία πίτσα δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Της άλλης της την έπεσαν οι κόπροι της γειτονιάς – ανεπάντεχη η χαρά τους. Την τρίτη την περιέθαλψε ο ελεγκτής των γραμμών μουλωχτά στο φυλάκιο την ώρα της φασαρίας.

Ξηρή μαγιά, χλιαρό νεράκι, λαδάκι, θυμάρι, ζάχαρη (η τροφή της μαγιάς) κι η υπομονή ένα 10λεπτο να ενεργοποιηθεί.

Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους.

“Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία…”

Στο σπίτι μας δεν λείπουν ποτέ υλικά για πίτσα – και για βάφλα, και για λουκουμάδες, και για κρέπες, όρεξη να έχουμε να μαγειρεύουμε και να μπλογκάρουμε. Σκέψου εκείνον που περίμενε τον διανομέα μία ώρα να φτάσει κι εν τέλει δεν έφαγε κιόλας. Αν κι εσύ εκτιμάς την χειροποίητη πίτσα – και δεν είσαι ο φύλακας των γραμμών στη Σεπολίων να έχεις τα τυχερά σου – εμπιστέψου με.


Voilà! Eνεργοποιήθηκε.

Διάλεξε εσύ όποια γεύση σου αρέσει. Ποια είμαι εγώ που θα σου πω τι υλικά να βάλεις πάνω στην πίτσα σου; Θα μου επιτρέψεις όμως να σου πω πως θα βάλεις τα θεμέλια για την τέλεια πίτσα. Μιλάς με pizza engineer. Θες άλλη σάλτσα; Δεν θα επιμείνω. Όπως σε ευχαριστεί. Αλλά για τη ζύμη ούτε κουβέντα αγαπημένε μου αναγνώστη. Ζυμαράκι σχετικά αφράτο – αν θες ιταλικού τύπου προτίμησε να τη φας στο poselli όταν ανέβεις στη μάνα σαλλονίκη – εγώ προτιμώ τις μπαμπάτσικες – αλλά με σουπερ τραγανή κρούστα. Καλή επιτυχία!