Ατομικές ζαμπονοτυρόπιτες κι ανθοτυρόπιτες.

… Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες …













Κυριακή μεσημεράκι. Μόλις τσάκισες το ψητό σου, έχεις κάνει και τη λάντζα σου και φλερτάρεις με την ιδέα να πας να την πέσεις για μεσημεριάτικη siesta, γιατί η εβδομάδα που τελειώνει ήταν δύσκολη και χρειάζεσαι τόνους ξεκούρασης να υποδεχτείς την αυριανή ημέρα. Ο καλός σου δεν ακολουθεί. Προτιμά να χωνέψει σόλο στον καναπέ κάνοντας ζάπινγκ. Τον αποχαιρετάς, οδεύεις εις τα ενδότερα και καταρέεις πριν προλάβεις να βγάλεις τις παντόφλες σου.

Δεν βλέπεις συνήθως όνειρα, ούτε πιστεύεις στον συμβολισμό τους. Έτσι όμως που έφαγες μάλλον φαίνεται ότι δεν τα γλυτώνεις… Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι περισσότεροι εφιάλτες σου ξεκινούν κατεβαίνωντας μία σπιροειδή σκοτεινή μεταλλική σκάλα που τρίζει, σε όλους πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό πρόσωπο και όλοι τελειώνουν με ένα αδέσποτο σκυλί να δαγκώνει τη γάμπα σου. Σφιχταγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου, λοιπόν, κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τη γνωστή σκαλίτσα…

Στρίγγλες τσαμπούνες κι υστερικοί ζουρνάδες σου παίρνουν τα αυτιά. Άνθρωποι ξεσηκώνονται σε χορούς κυκλωτικούς. Σε τυφλώνουν τα φλουριά τους που κουνιούνται ρυθμικά αντανακλώντας το φως της μέρας. Δεξιά σου μπουραζάνες. Αριστερά σου σεγκούνια. Σ΄ αρπάζει αυτός που σέρνει τον χορό – φέρνει λιγο στον Κώστα Ζουράρη αλλά δεν δίνεις σημασία – κι αρχίζεις να λυγιέσαι σαν γερακίνα πριν καλά καλά το καταλάβεις. Δεν έμελλε να κοιμηθείς αυτό το μεσημέρι… Σ’ αρπάζει ένα τσοπανόσκυλο από τη γάμπα, χάνεις τα βήματα και ξυπνάς βίαια με το κεφάλι καζάνι, με μία ελαφριά εφίδρωση στο μέτωπο και με μία υποψία παλινδρόμησης στο φάρυγγα. “Μάλλον παράφαγα” συλλογίζεσαι. Στέκεσαι λίγο καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Μα γιατί δεν σταματούν οι τσαμπούνες; Μήτε τα νταούλια, μητε οι ζουρνάδες…;.

Ο ήχος σε οδηγεί στο σαλόνι όπου βρίσκεται κι ο σκηνοθέτης του εφιάλτη σου. “Αετομηλίτσα Ιωαννίνων! Έλα, έλα…” σε προσκαλεί στον καναπέ ο καλός σου συντονισμένος στην ΕΡΤ3 έτοιμος να σφυρίξει κλέφτικα. Μαζί με εσένα ξύπνησαν κι οι παιδικές του αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό με τα ξαδέρφια του. Άλλο ένα επεισόδιο “Κυριακή στο χωριό” μόλις είχε ξεκινήσει. Παρκάρεις τον ενθουσιασμο του με ένα “Χαμήλωσέ το λίγο…” και ελπίζεις για καμια σόδα στο ψυγείο. Ευτυχώς το ψυγείο σου δεν σε πρόδωσε και ήδη νοιώθεις με την πρώτη γουλιά καλύτερα.

Σωπαίνουν οι τσαμπούνες, σωπαίνουν κι οι ζουρνάδες, παραμερίζουν κι οι Αετομηλιτσιώτες. Ήρθε η ώρα της κυρά Βαγίτσας που ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε και τα κυριακάτικά της και στηθηκε μπροστά από το φακό να σου εκμυστηρευτεί τα μυστικά του καλού φύλλου που μόνο εκείνη ξέρει – άλλη δεν ζύμωσε ποτέ στο χωριό…καταλαβαίνεις τώρα.

Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες. Σε νοιώθω. Αλλά δεν νομιζεις ότι πέρασε ικανός χρόνος από τότε που πρωτοέβρασες το πρώτο σου αυγό, από τότε που στράγγισες την πρώτη σου μακαρονάδα, από τότε που έψησες το πρώτο σου κοτόπουλο για να “ζυμωθείς” με νέες εμπειρίες; Αφού σ’ αρέσει η μαγειρική. Αν δεν σ’ άρεσε δεν θα με διάβαζες…

Μην σε κομπλάρει η κυρά Βαγίτσα που ανοίγει τα φύλλα σαν σεντόνια, σχεδόν διαφανή, να τα πάρει ο Σπαθάρης να προβάλλει τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Εσύ θα ακούσεις εμένα. Και το φύλλο σου θα ανοίξεις, και την πίτα σου θα φουρνίσεις και μια χαρά θα διατηρήσεις στο ακέραιο το προφίλ της famme fatale, μη μου αγχώνεσαι. Να, σαν να σε βλέπω. Με το σατέν το ρομπάκι σου, να πιάνεις τα μαλλιά σου ένα χαλαρό κότσο με το στυλό από την αντζέντα σου, να βάζεις μια μαλαγουζιά να σε συντροφεύει – όπως κάνεις πάντα όταν μαγειρεύεις – και να αρχίζεις τα ζυμώματα. Βάλε και τον δισκο του Θανάση “Στην Ανδρομέδα και στη γή” να παίζει – βασικό συστατικό επιτυχίας για πίτες – και σε μία ωρίτσα από τώρα θα τρως κάτι χειροποίητες πιτες, μα κάτι χειροποίητες πίτες…

Ας απλοποιήσουμε όμως λίγο τα πράγματα. Ξέχνα το δίμετρο πλάστη της κυρά Βαγίτσας. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ τέτοιο. Ξέχνα και τα χάλκινα σφυρήλατα σινιά της πενήντα πόντους διάμετρο. Εσύ θα φτοιάξεις για αρχή ατομικές πίτες στη λαμαρίνα του φούρνου σου. Ακολούθησε τις οδηγίες της συνταγής για τη ζύμη. Κόψε ένα μπαλάκι στο μέγεθος ενός μανταρινιού. Λίγο αλευράκι στον πάγκο σου, λίγο αλευράκι στο ζυμαράκι σου και ξεκίνα με ένα πλάστη χειρός – με έχει σώσει το μαραφέτι αυτό – να ανοίξεις ένα ακανόνιστο σχήμα φύλλου. Ότι βγει. Κύκλος, πολύγωνο, τετράγωνο… Μη δώσεις σημασία. Προσπάθησε μόνο να μην βγει πολύ χοντρό. Αν κολλάει κατά το άνοιγμα στον πλάστη αλεύρωσέ το ελαφρώς.

Διάλεξε τη γέμιση που σου αρέσει. Εγώ σήμερα λαχτάρισα ζαμπονοτυρόπιτα με σάλτσα ντομάτας και γλυκιά πιπεριά. Βάλε στο κέντρο τη γέμιση και ξεκίνα να διπλώνεις τα φυλλα προς τα μέσα σχηματίζοντας ένα πολύγωνο. Άσε και μια μικρή τρυπούλα στο κέντρο να εξατμίζονται τα υγρά της γέμισης – έτσι θα κάνεις πάντα αν είναι πολύ υδαρή. Κάνε αν έχεις όρεξη και μερικές ανθοτυροκουλουρίτσες. Άνοιξε το μανταρινάκι σου με τον πλάστη λίγο πιο μακρόστενο και βάλε κατά μήκος τη γέμιση. Τύλιξε τη σαν φλογέρα, στρίψε τη ελαφρώς και κάνε ένα σαλίγκαρο. Εγώ θερμαίνω στα μικροκύματα λίγο πρόβειο βούτυρο με ελαιόλαδο και με αυτό λαδώνω τη λαμαρίνα και τις πίτες πριν τις φουρνίσω. Καλή επιτυχία!

Leave a comment