Σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με σάλτσα ντομάτας.

…Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του…





“Παυλάτος…;”, είχαν αμοληθεί οι τραπεζοκόμοι στους θαλάμους και ταυτοποιούσαν τους ασθενείς για να μοιράσουν το βραδινό. Ελαφρύ φιδέ για όσους χειρουργηθούν την επομένη το πρωΐ, βραστό κοτόπουλο με πουρέ για τους υπόλοιπους. Το αντίστροφο θα είχε δυσάρεστες συνέπειες για όλους, γιατρούς, ασθενείς και συγγενείς, γι αυτό θέλει προσοχή. Κινητοποιούνται οι συνοδοί και αρχίζουν να ταΐζουν τους χειρουργημένους. Ο δικός σου αυτοεξυπηρετείται καθότι αργεί η δική του η σειρά. Χειρουργείται μεθαύριο. Εντέκατο κατά σειρά χειρουργείο στο ενεργητικό του, ευτυχώς αναίμακτο αυτή την φορά, με τοπική αναισθησία και βραχεία νοσηλεία. Αδυναμία έλξης της ακροπροσθίας του πέους, η πάθηση. Kοινώς φίμωση. Κυκλική αφαίρεση της ακροπροσθίας και αποκάλυψη της βαλάνου, η θεραπεία. Κοινώς περιτομή. Yeap. That’s right…

Αν τον έλεγαν Αφζούλ και είχε γεννηθεί στην Μαλαισία τώρα θα την είχε γλιτώσει. Θα τον είχε πάρει στα εννιά του από το χέρι η μαμά του, θα τον ξάπλωνε δίπλα από τους υπόλοιπους συνομήλικούς του στο τζαμί της γειτονιάς, θα τον ακινητοποιούσε ο πατέρας του με μία λαβή μουάι τάι, μην τυχόν και τους την σκάσει τελευταία στιγή, και μέχρι να πει “περιτομή” θα είχε ήδη επιστρέψει στον κήπο της αυλής του σπιτιού του να θάψει την ακροπροσθία του, όπως ορίζει η ισλαμική θρησκευτική παράδοση. Ωστόσο, τον λένε Λάζαρο, έχει γεννηθει στην Ελλάδα, είναι εβδομήντα εννιά και όχι εννιά, συνοδεύεται από την κόρη του και όχι από την μαμά του και η ακροπροσθία του θα ταφεί στον κάδο νοσοκομειακών απορριμμάτων της Ουρολογικής Κλινικής του Ειδικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιώς Μεταξά.

“Ζαφειρίου…;”, συνεχίζει η διανομή των δίσκων. “Είναι στην τουαλέτα, αφήστε το εδώ…” διευκολύνει την κατάσταση ο πατέρας σου. “Γκοτζαμάνης…;” “Πήρε εξιτήριο αργά το μεσημέρι. Δεν σας ενημερώσαν…;” διευκρινίζει ο Παυλάτος. “Στα τσακίδια…” σιχτιρίζει ο πατέρας σου μέσα από τα δόντια του ανακατέυοντας ανόρεκτα τον πουρέ του. Θα σου εξηγούσε λίγο αργότερα ότι συστήθηκαν με τον “ακατανόμαστο” στην ουρά, στο γραφείο κίνησης ασθενών, περιμένοντας για την εισαγωγή και διαπίστωσε ότι ήταν σόι με τον οδηγό του τρικύκλου που έφαγε τον Λαμπράκη. Ο πατέρας σου αφιέρωσε την νιότη του στη νεολαία Λαμπράκη και θα μπορούσε στην μνήμη του να του είχε δαγκώσει την ακροπροσθία με την τεχνητή του οδοντοστοιχία, να του την είχε φτύσει στην μούρη και να του είχε δώσει εξιτήριο αυθημερόν. Εκεί. Επιτόπου. Στο γραφείο κίνησης ασθενών.

Παρόλα αυτά, υπερίσχυσε η ψυχραιμία και αρκέστηκε να απομονωθεί, κατά την διάρκεια της κοινής τους νοσηλείας στο διακόσια πέντε, τραβώντας απλά την κουρτίνα μεταξύ των κλινών τους. Χωρίστηκαν λοιπόν προσωρινά από τραπέζης και κοίτης κι απεφεύχθη έτσι το χειρότερο. Λίγες μέρες μετά μεταφέρθηκε κι ο κυρ Λάκης στο μονόκλινο του διακόσια ένα, οπότε η σύρραξη ματαιώθηκε οριστικά. Δεν ματαιώθηκε ωστόσο κι η εξιστόρηση για εντέκατη φορά (όσα και τα νυστέρια που τον ακούμπησαν) του ένδοξου αγωνιστικού του παρελθόντος, και όχι μόνο…

Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του, αλλά ρίχνεις και καμιά κλεφτή ματιά στον θάλαμο, μην τυχόν και νοσηλεύεται κανένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής κι ενοχληθεί με την παραβίαση των δικαιωμάτων της χρυσόμυγας την δεκαετία του ’50. Σημείο των καιρών βλέπεις…

“Μπαμπά φάε τον πουρέ σου γιατί θα χρειαστώ εγώ σε λίγο ουρολογική περίθαλψη…”, του έκοβες την φόρα ευγενικά, γιατί την εκτιμάς τη διαδρομή του, αλλά η αλήθεια είναι ότι σου τα είχε πρήξει και λίγο. Μην ξεχνιόμαστε. Εντέκατο χειρουργείο. Εντέκατη ανασκόπηση. Δικαιολογείται η αγανάκτησή σου. Αλλά κόβεται η φορά του; Συνεχίσαμε λοιπόν με τα μαθητικά του χρόνια στο 5ο γυμνάσιο αρρένων Εξαρχείων και τις άριστες επιδόσεις του στα Γαλλικά και στα Μαθηματικά, για τα δύσκολα χρόνια της επταετίας, για τον θείο Μίμη που σε μια νύχτα τον έκαναν Οικονομικό Διευθυντή του επικουρικού ταμείου της Χωροφυλακής (εντόπισε λογιστικό σφάλμα που έβγαζε το ταμείο βαθειά ελλειμματικό) και σε μια νύχτα τον ξύλωσαν (εντόπισε η Διοίκηση του Ταμείου ιδεολογικό σφάλμα λόγω κομμουνιστικού φρονήματος) κι αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί του στην οικοδομή (βοηθό ελαιοχρωματιστή) για να βιοποριστεί, για τα χρόνια στην νεολαία Λαμπράκη, για την δράση του στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά…

“Είμασταν διαόλια όμως κι εμείς… Αφήναμε με τον Μιμάκο διακριτικά-διακριτικά μία στοίβα με τρικάκια της ΕΔΑ στην άκρη του δρόμου, πίσω από μία κολώνα, έξω από το αστυνομικό τμήμα με τους αστυνομικούς παρόντες, κάτω από τη μύτη τους δηλαδή, και φέυγαμε σφυρίζοντας ανέμελα για το αμάξι. Περνούσαμε μετά φουλαριστοί με το αμάξι μπροστά από το σημείο της στοίβας, τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και τα σκορπούσε σαν κομφετί σε όλη την περιοχή. Γινόταν το αστυνομικό τμήμα σαν Bal masqué στην Πλάκα. Πλαστικά ρόπαλα και καραμούζες έλειπαν μόνο. Έβγαζαν τρικάκια ακόμα και μέσα από τις τσέπες τους οι αστυνομικοί. Έπεφταν μετά οι καμπάνες που δεν μας πήρανε πάλι χαμπάρι. Να έβλεπες μόνο τα απορημένα πρόσωπά τους…” αδυνατεί να συνεχίσει την αφήγηση κλαίγοντας σχεδόν από τα γελια.

“Μπαμπά άσε τα γέλια και τρώγε μαζεύουν τους δίσκους…” κάτι η κοτοπουλίλα, κάτι η μόνιμη οσμή αμμωνίας στην πτέρυγα, κάτι η ανασκόπηση που δεν έριχνε τίτλους τέλους, η υπομονή σου στέρευε.

“Τι να φάω μωρέ; Πουρέ με βραστό κοτόπουλο; Να ήταν σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με μπόλικη σάλτσα ντομάτας, όπως τα έκανε η γιαγιά σου η Φωτεινή να τα έτρωγα πολύ ευχαρίστως…”, σου άφησε την παραγγελία του διακριτικά-διακριτικά, όπως τα τρικάκια πίσω από την κολώνα, χαμογελώντας πονηρά…

Χαλάς χατήρι σε χειρουργημένο άνθρωπο; Δε χαλάς. Την επομένη λοιπόν του εξιτηρίου άρχισα να ψάχνω τη συνταγή της Σμυρνιάς γιαγιάς μου, αλλά μάταια. Δεν βρήκα τίποτα. Κι όταν δεν ξέρεις τι κάνεις; Γκουγκλάρεις. Γκούγκλαρα, γκούγκλαρα, γκούγκλαρα και βρήκα χίλιες δυο συνταγές, όλες διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά όλες αυθεντικές σμυρνέικες. Επειδή δεν είχα σκοπό να κάνω τη διατριβή μου στον σμυρνέικο κεφτέ, πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου ο οποίος ευτυχώς θυμόταν τουλάχιστον τα σημεία κλειδιά της συνταγής: λιπαρός μοσχαρίσιος κιμάς μόνο, όχι αυγό, όχι φρυγανιά ή ψωμί, μπόλικο σκόρδο και κύμινο, ένα κρεμμύδι τριμμένο κι ένα σωταρισμένο για εξτρα νοστιμιά, τέσσερις-πέντε χουφτίτσες νεράκι για το πλάσιμο, λίγο ξύδι, σίγουρα δυόσμο-μαϊντανό… Αυτά θυμόταν, αυτά μου είπε, αυτά εφάρμοσα, κι έκανα κάτι σουτζουκάκια μούρλια! Κάνε τα κι εσύ για τον χειρουργημένο πατέρα σου ή όποιον άλλον αγαπάς. Καλή επιτυχία!

Παγωτό Μπανάνα – Φυστικοβούτυρο.

…Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα. H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Aμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα…













Επιστρέφεις από το γραφείο της διευθύντριας μετά από πολύωρη κατσάδα εφ’ όλης της ύλης και είσαι έτοιμη να φας το πληκτρολόγιο από τα νεύρα σου. Σε προλαβαίνει όμως ένα έντυπο αδείας, συμπληρωμένο από την καινούρια συνάδελφο του τμήματος, διάρκειας δύο εβδομάδων, το διάστημα αμέσως πριν το Πάσχα, κι έτσι γλιτώνει προσωρινά το λιντσάρισμα το πληκτρολόγιο, όχι όμως και η συνάδελφος… “Που θα πάς ρε Ιωάννα και θέλεις δύο εβδομάδες άδεια; Στους Αγίους Τόπους;” Δεν την φανταζόσουν την απάντησή της και η αλήθεια είναι ότι πολύ σε πίκρανε: “Θα συνοδεύσω τον σύζυγό μου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σικάγο…”.

Νοιώθεις να καίγεται το φλεβικό σου συστημα από τοξική ζήλεια. Κρατιέσαι να μη φας το χαρτί. Κοιτάς το έντυπο στο σημείο της υπογραφής μα το βλέμμα σου είναι κενό. Ο λογισμός σου αποχώρησε από την αίθουσα, τροχοδρομεί στον αεροδιάδρομο του “Ελευθεριος Βενιζέλος” και προσγειώνεται στη Michigan Avenue. Περπατάς το Magnificent Mile κι έχεις το νού σου μην τυχόν και δεις στον καθρέπτη των πολυόροφων κτιρίων την αντανάκλαση της φιγούρας των θείων σου. Τους θυμάσαι να πατάνε τα χιονισμένα πεζοδρόμια της πόλης στις Χριστουγεννιάτικες ευχετήριες κάρτες τους. Τις καλοκαιρινές τους επισκέψεις στην Αθήνα τις περίμενες πως και πως γιατί έφερναν μαζί τους εκτός από τον αμερικάνικο αέρα και δώρα τεχνολογίας που έκαναν τους συμμαθητές σου να ψάχνουν το σαγόνι τους στο πάτωμα. Κρατάς ακόμα φυλαγμένη σε κούτες στην αποθήκη, κι ας μη δουλεύει πια, εκείνη την αριθμομηχανή που υπολόγιζε νεπέριους λογάριθμους και τριγωνομετρικές συναρτήσεις και σε συντρόφευσε από το δημοτικό μέχρι τις πανελλήνιες…

“Αν υπάρχει πρόβλημα…”, σε συνεφέρει από την αναθύμηση η φωνή της Ιωάννας και το βλέμμα σου λοκάρει ξανά στο σημείο της υπογραφής. Σε καβαλάει προς στιγμή η ζήλεια κι αρχίζεις να προπονείσαι δικαιολογίες: “Έχουμε πολύ δουλειά αυτή την περίοδο”, “Λείπει η Ελένη με άδεια κυήσεως”, “Προηγείται ο Νίκος ως παλαιότερος”… Αλλά εσύ δεν είσαι τέτοια, δεν τα κάνεις αυτά. Της γνέφεις θετικά πριν καν τελειώσει την φράση της, υπογράφεις την άδεια και παλεύεις να βγάλεις το υπολοιπόμενο οκτάωρο… “Την μικρή θα την πάρετε μαζί σας;”, έδειξες να νοιάζεσαι για την τύχη της εννιάχρονης.” “Όχι. Θα κατέβει η μητέρα μου από τις Σέρρες…”.

Θα πούλαγες μέχρι και το νεφρό σου για αυτή την υπερατλαντική πτήση. Όχι απαραίτητα με προορισμό το Σικάγο, τη Νέα Υπόρκη ή το Λος Άντζελες, αλλά την Αμερική γενικά. Όχι απαραίτητα για πάντα. Έστω για λίγο. Για δύο εβδομάδες, έστω. Όχι απαραίτητα αεροπορικώς. Μωρέ, και ποντικός θα γινόσουν να τρύπωνες στο αμπάρι ενός υπερωκεάνιου, σαν κι εκείνα των Γουλανδρήδων στις αρχές του εικοστού αιώνα, που έκαναν το δρομολόγιο Πειραιάς-Νέα Υόρκη, με τελικό προορισμό κανένα ράντσο στο Γουαιόμινγκ ή στη Μοντάνα να βουρτσίζεις τη φοράδα του Brad Pitt στο Θρύλοι του Πάθους. Ακόμα και με αυτό συμβιβαζόσουν…

Πέρασε ο καιρός, η μαμά κατέβηκε από τις Σέρρες, η Ιωάννα την έκανε για Σικάγο, εσύ της κούνησες το μαντήλι του αποχεραιτισμού και πέρασες την πρώτη εβδομάδα της άδειας να την φαντάζεσαι να τρώει σε ένα από τα εικοσιπέντε εστιατόρια που φιλοξενεί η πόλη βραβευμένα με αστέρι Michelin κι έβραζες στο ζουμί σου. Ευτυχώς την δευτερη εβδομάδα την έκανες κι εσύ για το εξοχικό, έπνιξες τον καημό σου σε αρνίσιες πετσούλες και πασχαλινά κουλουράκια, πέρασε πάλι ο καιρός, επέστρεψες κι εσύ, επέστρεψε κι η Ιωάννα. Μόνο που η Ιωάννα έφυγε Σερραία κι επέστρεψε Τζουλι Μασίνο. Δύο εβδομάδες, ολημερίς με τις αμερικάνες συζύγους των συναδέλφων του άντρα της, ήταν αρκετές για να επιστρέψει πίσω με την προφορά ελαφρώς πειραγμένη. Το ‘ταυ’ έγινε λίγο πιο οδοντικό, το ‘σίγμα’ έγινε λίγο πιο συριστικό, το ‘ρο’ έγινε λίγο λιγότερο γάργαρο… Μας πέθανε μέχρι να συνέλθει, στα ‘oh my God’, στα ‘give me a brake’ και στα ‘awesome’.

Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα… H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Αμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα. Η Ιωάννα όμως αγαπάει την προϊσταμένη της, αγαπά και την ζωή της και λίγο πριν την καρυδώσεις σε ξαφνιάζει κουνώντας με νάζι μια χαρτοσακούλα. ‘Τι της έφερα εγω της προϊσταμένης μου για το blog της ε; Τιιιι;” Κι αδειάζει το περιεχόμενο στο γραφείο. Φυστικοβούτυρο με σοκολάτα, ποπ-κορν με γεύση τσένταρ, μονοδόσεις από σιρόπια σφενδάμου και αμυγδαλοβούτυρο, μπισκοτάκια φυστικοβούτυρο… Σε είχε σκλαβώσει. Αναβάλλεται η αιματοχυσία μέχρι το επόμενο ταξίδι συναδέλφου. Αρχίζεις ήδη να μαγειρεύεις την επόμενη ανάρτηση σου. Μα τι άλλο…; Παγωτό φυστικοβούτυρο.

Στο διαδίκτυο θα βρεις χιλιάδες συνταγές για παγωτό φυστικοβούτυρο. Σε παρακαλώ αγνόησε, αν με εμπιστεύεσαι, τις συνταγές που σου υπόσχονται το τέλειο παγωτό με μόνο δύο υλικά (μπανάνα-φυστικοβούτυρο). Ούτε καφέ δεν φτιάχνεις με δύο υλικά, θα φτιάξεις παγωτό φυστικοβούτυρο; Πειραματίστηκα λίγο και κατέληξα σε αυτή τη συνταγή. Το παγωτάκι αυτό είναι vegan (τι έχω πάθει τελευταία η γουρουνοφάγος με αυτούς τους νεωτερισμούς…;), έχει την υφή παρφέ σοκολάτα, ενώ ο συνδυασμός σοκολάτα-μέλι-φυστίκι εμένα μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι έτρωγα μπάρα snickers.

P.S.: Ιωάννα μου γλυκιά γκούγκλαρε σε παρακαλώ “Αράπικο Φιστίκι Αμμουδιάς Σερρών” και στο επόμενο καλόπιασμα μη μου ξενιτευτείς. Πες στην μαμά να σου στείλει κανένα βαζάκι!

Γεμιστά.

… Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy για να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…













Η Miss Casserole νοιώθει ενοχλημένη στην Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών. Δεν καταλαβαίνεις και πολλά μάλλον, ε; Θα καταλάβεις…

Δεν χρειάστηκε καν να υπερβείς το ψυχολογικό όριο του διψήφιου αριθμού αναρτήσεων για να διαπιστώσεις ότι η καθημερινότητα του ερασιτέχνη food blogger είναι αρκετά δύσκολη (όπως ορίζει, εν πάσει περιπτώσει, τις δυσκολίες της ζωής η δυτική πλευρά αυτού του πλανήτη). Εσύ που βιάστηκες να με πεις υπερβολική σημείωνε… Με το ένα χέρι ανακατεύεις την κατσαρόλα με την κουτάλα μην τυχόν και πιάσει και καταλήξεις να ανεβάζεις στο blog ξυλοκάρβουνα (αντί για χτένι σπάλας με μάυρη μπύρα). Ταυτόχρονα, με τον αντίχειρα του άλλου χεριού παλεύεις να εξασφαλίσεις το απαραίτητο οπτικοακουστικό υλικό για τα stories (ζουμάροντας, φιλτράροντας, ταγκάροντας, σετάροντας φωτεινότητα, δομή, ευκρίνεια, κλπ, κλπ, κλπ…) με τον κίνδυνο απρόσμενης υποβρύχιας λήψης να καραδοκεί (να κλαις όχι μονο το ποστάρισμα αλλά και τον εξοπλισμό σου). Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω ζογκλερικά, φροντίζεις συνεχώς να απωθείς τους υδρατμούς φυσώντας κόντρα για να μην νωτίζει ο φακός και βγούν τα καρέ σαν σκηνές από χρησμούς της Φημονόης στο Μαντείο των Δελφών. Αρκεί η εμπειρία μιας ανάρτησης από ένα ραγού, που λες φίλε αναγνώστη, κι εισαι έτοιμος να σκατζάρεις βάρδια ακροβάτη στο Cirque du soleil.

Για να μην αναφερθεί κανείς στην κατάρα του ζεσταμένου φαγητού. Ο ερασιτέχνης (underline it twice, ο ερασιτέχνης) food blogger, ένεκα της φωτογράφισης, ζεστό φαΐ δεν χάρηκε ποτέ, παρά μόνο ζεσταμένο. Ξεκίνα να χρονομετράς. Σε κάτι ας πούμε απλό… Π.χ. ένα αυγό μάτι. Από την αυγοθήκη του ψυγείου μέχρι το πιάτο σερβιρισμένο να σε κοιτάει να του ορμάς. Ο οικιακός μάγειρας σε οκτώ λεπτά είναι ήδη στο τραπέζι, με την πετσέτα του σφινομένη στο γιακά, κι έχει αρχίσει να κηνυγά με το ψωμί τον κρόκο που τρέχει καυτός σαν ηφαιστειακό μάγμα. Ο blogger…; O blogger τον τρώει, στην καλύτερη μετά από τρία τέταρτα, κρύο και σφιχτό σαν το βουλοκέρι στα κουτιά του Deal, αφού τα φώτα σβήσουν και πέσει η αυλαία. Αυτό όμως που ίσως δεν γνωρίζει κάποιος, είναι ότι η καθημερινότητά του πέρα από δύσκολη μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε κι επικίνδυνη…

Είσαι γνήσιος λάτρης όλων των αγορών, υπαίθριων και στεγασμένων, από την Borough Market του Λονδίνου απ’ όπου προμηθεύεται ο Jamie Oliver τα αβοκάντο για τις γουακαμόλε του, μέχρι την Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών, απ’ όπου προμηθεύεσαι εσύ τα λαχανικά της εβδομάδας. Έταξες γεμιστά και τέτοια τάματα δεν μένουν ανεκπλήρωτα. Ξεκινάς λοιπόν Σαββάτο πρωί, ψιλόβροχο, να προμηθευτείς τα υλικά σου, πάντα με τα χέρια γυμνά γιατί δεν συμπαθείς τα δίτροχα, ουχί τα καροτσάκια της λαϊκής, αλλά με τους δικέφαλούς σου προπονημένους όλο τον χειμώνα. Βουίζει ο τόπος τον τελευταίο καιρό για την εξάρθρωση κυκλώματος εκβιασμών πωλητών και παραγωγών λαϊκών αγορών για την εξασφάλιση της θέσης της καλής με παράνομα κέρδη εκατομμυρίων ευρώ. Κάτι έχει πάρει το αυτί σου αλλά δεν έχεις δώσει και ιδιαίτερη σημασία.

Ανέμελη ούσα food blogger, αλωνίζεις πάνω κάτω τους πάγκους (η λεγόμενη παγκότσαρκα), κάνεις την έρευνα αγοράς σου, τα σαρώνεις όλα κι όπως είσαι ζαλωμένη με τα ψώνια σου κουτουλάς με την ιδέα να ανεβάσεις στο blog και μερικές φώτο από τη λαϊκή. Ξεκινάς λοιπόν ενθουσιασμένη τις λήψεις ως μονόχερη φωτορεπόρτερ (το άλλο κοντεύει να ξεριζωθεί κουβαλώντας πατάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες, κλπ, κλπ, κλπ…). Σου χάρισαν τα οπωροκηπευτικά κάτι πόζες μούρλια και με το χαμόγελο στα χείλη δεν βλέπεις την ώρα της ανάρτησης. Το χαμόγελο όμως αρχίζει να σβήνει σαν βλέπεις κάποιους από τους πωλητές να ανταλλάζουν μεταξύ τους υπόπτα βλέμματα, αμφίσημες χειρονομίες, νοήματα, κοφτές ματιές… Αντιλαμβάνεσαι εχθρικές διαθέσεις κι υποψιάζεσαι πως μάλλον εσένα έχουν βάλει στο μάτι.

Σε παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης και δεν τους πολυάρεσε η πρωτοβουλία σου. Επιταχύνεις κι εσύ το βήμα σου γιατί ούτε εσένα σου πολυάρεσαν οι συνεννοήσεις τους, μα σε προλαβαίνει ο ένας από αυτούς, ο πιο μεγαλόσωμος, και σου κλείνει το δρόμο της επιστροφής προς το αμάξι. Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…

“Τι φωτογραφίζεις κυρία μου; Ρώτησες κανέναν;”

“Ρώτησα τις μελιτζάνες, αλλά δεν μου απάντησαν…”

“Με ειρωνεύεσαι κιόλας;”

“Τα λαχανικά φωτογράφιζα. Ποιον θα έπρεπε να ρωτήσω…;”

Προς στιγμήν δείλιασες και σκέφτηκες να του εκβιάσεις τη συγκίνηση, μιλώντας του για τις δυσκολίες του foodblogging, αλλά ο Μπρούτο της ιστορίας μας έξυνε τα νύχια του για καυγά, οπότε οπλίστηκες με δηλητηριώδη δόση ειρωνίας και μείνατε να φιλονικείτε καταμεσής της αγοράς, ευτυχώς όχι για πολλή ώρα. Το ζήτημα έληξε μετά από προτροπές συνάδελφων του, οι οποίοι τoν καθησύχασαν ότι μάλλον κάνεις check-in στο facebook. Η ειρωνία ήταν μάλλον δανεική και μόλις επεστράφη. Εσύ…; Check-in…; Στο facebook…; Στη λαϊκή αγορά κιόλας! Αλήθεια τώρα…; Προτιμάς να παραδεχτείς ψευδώς ότι είσαι ρεπόρτερ του Vice σε μυστική αποστολή για το παράνομο κύκλωμα εκβιασμών, παρά να επιβεβαιώσεις ότι είσαι η χαζοβιόλα του facebook που υποθέτουν… Καπνίζεις από νεύρα και θυμό σαν την καμινάδα της Capella Sistina (μαύρο και πυκνό… δεν βγάλαμε πάπα σήμερα), αλλά δίνεις τόπο στην οργή, δεν λες λέξη άλλη, διακτινίζεσαι πίσω στο σπίτι κι αφήνεις το ψιλόβροχο να σβήσει τους καπνούς…

Για τα σημερινά γεμιστά, φίλε αναγνώστη, έπαιξα τη ζωή μου κορώνα-γράμματα… Πρόκειται για φαγητάρα που αξίζει να μπλέξεις ακόμα και με υπόκοσμο. Ασχολείσαι καμιά ωρίτσα βέβαια για την προετοιμασία τους, αλλά φτοιάχνεις μία λαμαρίνα και ξενοιάζεις για μέρες. Ο καθένας τρώει το λαχανικό που του αρέσει. Εναλλάσεις τα λαχανικά από μέρα σε μέρα και ξεγελιέσαι ότι τρως άλλο φαγητό. Τρώγονται κρύα. Είναι υγιεινά. Είναι vegan. Τι άλλο χρειάζεσαι για να πειστείς; Το μόνο που θέλω να προσέξεις είναι τα εξής:

Το ρυζάκι πρέπει να γλασάρει, οπότε φύλαξε το par boiled, το νυχάκι και το basmati σου για πιλάφια σπυρωτά και προτίμησε για αυτή τη συνταγή ρύζι καρολίνα που φημίζεται για την ικανότητά του να απορροφά τα λιπαρά. Τα λαχανικά πρέπει να ξεροψηθούν και όχι να βράσουν, οπότε δεν θέλεις πολλά υγρά μέσα στο ταψί σου. Τις ντομάτες σου τις θέλεις ολοστρόγγυλες, όπως τις βρήκες στον πάγκο της λαϊκής, οπότε μην τις παραγεμίσεις γιατί θα ανοίξουν κατά το ψήσιμο. Αυτά είχα να σου πω! Τολμησέ το γενναίε μου αναγνώστη, πιστεύω σε εσένα. Το πολύ πολύ φρόντισε, αν δεν είσαι τύπος ριψοκίνδυνος, πριν κινήσεις για την λαϊκή να αφήσεις το φωτογραφικό σου δαιμόνιο πίσω στο σπίτι. Καλή επιτυχία!