Μοσχαρίσια σνίτσελ με τραγανές πατάτες σωτέ και ξινή κρέμα.

… “Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα …













H συναυλία του φετινού καλοκαιριού σίγουρα δεν είναι τα 30 χρόνια Καίτη Γαρμπή στο Αίθριο Θέατρο – αυτό το κάτι που θέλεις έχει σκληρότερο ανταγωνισμό. Δεν είναι ούτε οι Cure στo Eject Festival – αν και θα τους αγαπάς για πάντα, however long you stay, που λέει και το Lovesong. Ούτε οι Dream Theatre στο Gazi Music Hall – κι ας παρακαλάς να έρθει η ρημάδα η ώρα να καμαρώσει ο καλός σου από κοντά τον John Petrucci να γαργαλάει με προγκρεσιβιές τα τάστα της ηλεκτρικής του κιθάρας, μήπως και ξεμπουκώσει και κατέβουν λίγο τα ντεσιμπέλ στο σπίτι σας. Δεν είναι ακόμα-ακόμα ούτε ο Μάλαμας στο Θέατρο Βράχων – δεν θέλω να μου πικρένεσαι Σωκρατάκο μου, ειδικά εσύ θα με δικαιολογήσεις παρακάτω.Για την φετινή συναυλία δε θα χρειαστεί καν να στηθείς σε ουρές στο Ticket House ή στο Public – δεν έχει καν εισιτήρια. Για την ακρίβεια, μοναδικο εισιτήριο είναι μία οικογενειακή πίτσα ή ένα κουτί σφολιατοειδή από τον φούρνο της γειτονιάς σου – όχι δεν είναι συναυλία “όλοι μαζί μπορούμε” του ΣΚΑΙ. Η συναλία του φετινού καλοκαιριού δόθηκε την περασμένη Παρασκευή στο προαύλιο του Μουσικού Σχολείου Αλίμου και ευτυχώς ήσουν εκεί.

Το χρυσομπρονζέ χρώμα τους τα λέει όλα…

Η πρόσκληση ήρθε από καραμπόλα – δεν φαντάστηκε ποτέ η Ξανθίππη, εφηβική φίλη και συμμαθήτρια, ότι θα ενδιαφερόσουν να συνοδεύσετε την πρωτότοκη κόρη της στην σχολική γιορτή αποφοίτησης, ενώ δεν συμμετέχει καν φέτος στα μουσικά δρώμενα – τα πρωτάκια θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι του χρόνου. “Εννοείται”, είπες χωρίς δεύτερη σκέψη και δικαιωθηκες γι αυτό. Φτάσατε από νωρίς στο σχολείο κι αράξατε στην τσιμεντένια κερκίδα του προαυλίου, αφού αφήσατε το εισιτήριο – ζαμπονοτυροπιτάκια – στην υπεύθυνη του μπουφέ. Δεν χόρταινες να κοιτάς τους μαθητευόμενους οργανοπαίκτες να επιδίδονται σε πολύωρο sound check, να σετάρουν και την παραμικρή λεπτομέρεια στην ποιότητα του ήχου, κάνοντας νοήματα στον ηχολήπτη-καθηγητή τους στην άλλη άκρη του προαυλίου και να κουρδίζουν ευλαβικά τα όργανά τους – δεν ξέρω πως ακούστηκε αυτό.

Αυτή δεν είναι πατάτα…

“Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα. Μικρές Μανταλένες Peyroux σε ταξίδεψαν στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης με φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς και φαλτσετοψηλές – τόσους κύκλους Voice τα έχεις μάθει όλα πια. Έφηβοι Φρέντηδες σε απείλησαν με την γροθιά τους υψωμένη στον αέρα “we will rock you” κι εσύ τους απάντησες “καλώς να ορίσετε”. Μικρογραφίες του Λεονάρδου Κοέν σου άπλωσαν το χέρι να τους χορέψεις to the end of love – αν επιστρέφατε στα θρανία η Ξανθίππη θα χόρευε σίγουρα τον τρομπετίστα και πρόεδρο του δεκαπενταμελούς – πάντα την γοήτευαν άλλωστε τα γαλόνια και τα αξιώματα – ενώ εσυ θα χόρευες τον εσωστρεφή μπασίστα με την κρικάρα στο αυτί και τη φαρδιά τζιν βερμούδα. Μικρόσωμοι Θαλασσινοί απορούσαν ποιος σου έμαθε τα σμυρνέικα τραγούδια κι εσύ τα έλεγες και τα ξανάλεγες και δάκρυζες από συγκίνηση και δέος στην διαπίστωση ότι ακόμα κι ο χειρότερος μαθητής στο σχολείο αυτό θα αποφοιτήσει ως σολίστ βιολιού, ακορντεόν ή πιάνου, έχοντας δαμάσει την σχιζοφρένια της εφηβείας του με νότες και ημίτονα.

Πανάρισμα: αλεύρι, τινάζεις, αυγό, στραγγίζεις, γαλέτα, done!

Στο μεγάλο διάλειμμα, στα μισά της συναυλίας, θυμηθήκατε με την παιδική σου φίλη αναπόφευκτα και τα δικά σας. Δεν είχατε την τύχη να αποφοιτήσετε από μουσικό λύκειο αλλά είχατε την τύχη να σας διδάξουν ολοκληρωτικό λογισμό και συνδυαστική δύο φιλότεχνοι Μαθηματικοί – Μενεξής – Βαρελόπουλος – που δεν άφηναν σχολική χρονιά να λήξει χωρίς πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις και μουσικά αφιερώματα. Το διάλειμμα τέλειωσε, πιατάκια μιας χρήσης πήγαν και ήρθαν από και προς τον μπουφέ, οι καλλιτέχνες ξεμούδιασαν δάχτυλα και φωνητικές χορδές, εσείς αδειάσατε τις κύστες σας στις τουαλέτες του σχολείου – παραμένουν τούρκικες με μαντεμένο καζανάκι νιαγάρα – και το δεύτερο μισό ξεκίνησε με ένα μικρό σατιρικό κείμενο των δύο πιο δημοφιλών καθηγητών του σχολείου – αφιερωμένο στην τρίτη λυκείου και στα καμώματά της. Αφιερωμένο δηλαδή στην πίσω αυλή του σχολείου που εκτελούσε χρέη καπνιστηρίου, στα μεθύσια της πενταήμερης, στις φάρσες στη Θρησκευτικού – πάντα αυτή τα τραβάει όλα – και σε πολλά πολλά άλλα…

Η αγία τρίας των σνίτσελ.

Την βραδιά έκλεισε – προχωρημένες δώδεκα – η ροκ μπάντα του σχολείου με αγαπημένα κλασικά, με τα αγόρια να αλληλοσπρώχνονται σχιζοειδώς στο Smells like teen spirit, με αναπτήρες να κουνιούνται ρυθμικά στις μπαλάντες των Scorpions, με τσιγάρα σαν μεγάλες κιμωλίες να ανάβουν και να μη λένε να σβήσουν στα μελοποιημένα των Πυξ-Λαξ.

Αξέχαστη βραδιά. Την κουβάλησες μαζί σου όλο το Σαββατοκύριακο. Θα ήθελες όλα τους να ήταν παιδιά σου. Ειδικά ο μπασίστας. Έστω κι ο τρομπετίστας. Τους φαντάζεσαι να γυρνάνε σπίτι από το σχολείο, ξεκάθαρα αργοπορημένοι, βρωμοκοπώντας βενζολιο και νικοτίνη – με τον καπνό κρυμμένο στην αρβίλα, λες κι η μάνα τους τον έκρυβε αλλού τον καπνό, δε θα τον έβρισκε- και να την καλοπιάνουν με μαλαγανιές του τύπου “Φτοιάξε ρε μάνα εκείνο το τέλειο σνίτσελ με τις φανταστικές τραγανές πατάτες και την μοναδική sour cream που μόνο εσύ ξέρεις να φτοιάχνεις τόσο ωραία, να φάει ο γιόκας σου ο μονάκριβος…”. Εσύ πάντως ξέρεις ποια θα ήταν η τιμωρία τους. Θα τους έβαζες να σου παίξουν και τα 160 λεπτά από το live του Van Morrison στο Montreux Jazz Festival να μάθουν τα παλιόπαιδα…

yummy yummy…

Μην ακους σνίτσελ και τραγανές πατάτες και αρχίζεις να μετράς θερμίδες. Δεν θα τηγανίσεις deep fry στο υπόσχομαι. Μοσχαρίσια είναι τα σνιτσελ από άπαχο νουά τα οποία θα τα περάσεις από το τηγάνι με ελάχιστο λαδάκι, όπως και τις πατάτες που θα προβράσεις ελαφρώς. Φτοιάξε το για τον έφηβο γιό σου, για τον έφηβο γκόμενό σου ή για τον έφηβο εαυτό σου που τον παράτησες στα θρανία και στα προαύλια του σχολείου σου και είναι ακόμα εκεί και σε περιμένει να επιστρέψεις. Καλή επιτυχία!

Γεμιστά.

… Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy για να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…













Η Miss Casserole νοιώθει ενοχλημένη στην Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών. Δεν καταλαβαίνεις και πολλά μάλλον, ε; Θα καταλάβεις…

Δεν χρειάστηκε καν να υπερβείς το ψυχολογικό όριο του διψήφιου αριθμού αναρτήσεων για να διαπιστώσεις ότι η καθημερινότητα του ερασιτέχνη food blogger είναι αρκετά δύσκολη (όπως ορίζει, εν πάσει περιπτώσει, τις δυσκολίες της ζωής η δυτική πλευρά αυτού του πλανήτη). Εσύ που βιάστηκες να με πεις υπερβολική σημείωνε… Με το ένα χέρι ανακατεύεις την κατσαρόλα με την κουτάλα μην τυχόν και πιάσει και καταλήξεις να ανεβάζεις στο blog ξυλοκάρβουνα (αντί για χτένι σπάλας με μάυρη μπύρα). Ταυτόχρονα, με τον αντίχειρα του άλλου χεριού παλεύεις να εξασφαλίσεις το απαραίτητο οπτικοακουστικό υλικό για τα stories (ζουμάροντας, φιλτράροντας, ταγκάροντας, σετάροντας φωτεινότητα, δομή, ευκρίνεια, κλπ, κλπ, κλπ…) με τον κίνδυνο απρόσμενης υποβρύχιας λήψης να καραδοκεί (να κλαις όχι μονο το ποστάρισμα αλλά και τον εξοπλισμό σου). Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω ζογκλερικά, φροντίζεις συνεχώς να απωθείς τους υδρατμούς φυσώντας κόντρα για να μην νωτίζει ο φακός και βγούν τα καρέ σαν σκηνές από χρησμούς της Φημονόης στο Μαντείο των Δελφών. Αρκεί η εμπειρία μιας ανάρτησης από ένα ραγού, που λες φίλε αναγνώστη, κι εισαι έτοιμος να σκατζάρεις βάρδια ακροβάτη στο Cirque du soleil.

Για να μην αναφερθεί κανείς στην κατάρα του ζεσταμένου φαγητού. Ο ερασιτέχνης (underline it twice, ο ερασιτέχνης) food blogger, ένεκα της φωτογράφισης, ζεστό φαΐ δεν χάρηκε ποτέ, παρά μόνο ζεσταμένο. Ξεκίνα να χρονομετράς. Σε κάτι ας πούμε απλό… Π.χ. ένα αυγό μάτι. Από την αυγοθήκη του ψυγείου μέχρι το πιάτο σερβιρισμένο να σε κοιτάει να του ορμάς. Ο οικιακός μάγειρας σε οκτώ λεπτά είναι ήδη στο τραπέζι, με την πετσέτα του σφινομένη στο γιακά, κι έχει αρχίσει να κηνυγά με το ψωμί τον κρόκο που τρέχει καυτός σαν ηφαιστειακό μάγμα. Ο blogger…; O blogger τον τρώει, στην καλύτερη μετά από τρία τέταρτα, κρύο και σφιχτό σαν το βουλοκέρι στα κουτιά του Deal, αφού τα φώτα σβήσουν και πέσει η αυλαία. Αυτό όμως που ίσως δεν γνωρίζει κάποιος, είναι ότι η καθημερινότητά του πέρα από δύσκολη μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε κι επικίνδυνη…

Είσαι γνήσιος λάτρης όλων των αγορών, υπαίθριων και στεγασμένων, από την Borough Market του Λονδίνου απ’ όπου προμηθεύεται ο Jamie Oliver τα αβοκάντο για τις γουακαμόλε του, μέχρι την Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών, απ’ όπου προμηθεύεσαι εσύ τα λαχανικά της εβδομάδας. Έταξες γεμιστά και τέτοια τάματα δεν μένουν ανεκπλήρωτα. Ξεκινάς λοιπόν Σαββάτο πρωί, ψιλόβροχο, να προμηθευτείς τα υλικά σου, πάντα με τα χέρια γυμνά γιατί δεν συμπαθείς τα δίτροχα, ουχί τα καροτσάκια της λαϊκής, αλλά με τους δικέφαλούς σου προπονημένους όλο τον χειμώνα. Βουίζει ο τόπος τον τελευταίο καιρό για την εξάρθρωση κυκλώματος εκβιασμών πωλητών και παραγωγών λαϊκών αγορών για την εξασφάλιση της θέσης της καλής με παράνομα κέρδη εκατομμυρίων ευρώ. Κάτι έχει πάρει το αυτί σου αλλά δεν έχεις δώσει και ιδιαίτερη σημασία.

Ανέμελη ούσα food blogger, αλωνίζεις πάνω κάτω τους πάγκους (η λεγόμενη παγκότσαρκα), κάνεις την έρευνα αγοράς σου, τα σαρώνεις όλα κι όπως είσαι ζαλωμένη με τα ψώνια σου κουτουλάς με την ιδέα να ανεβάσεις στο blog και μερικές φώτο από τη λαϊκή. Ξεκινάς λοιπόν ενθουσιασμένη τις λήψεις ως μονόχερη φωτορεπόρτερ (το άλλο κοντεύει να ξεριζωθεί κουβαλώντας πατάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες, κλπ, κλπ, κλπ…). Σου χάρισαν τα οπωροκηπευτικά κάτι πόζες μούρλια και με το χαμόγελο στα χείλη δεν βλέπεις την ώρα της ανάρτησης. Το χαμόγελο όμως αρχίζει να σβήνει σαν βλέπεις κάποιους από τους πωλητές να ανταλλάζουν μεταξύ τους υπόπτα βλέμματα, αμφίσημες χειρονομίες, νοήματα, κοφτές ματιές… Αντιλαμβάνεσαι εχθρικές διαθέσεις κι υποψιάζεσαι πως μάλλον εσένα έχουν βάλει στο μάτι.

Σε παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης και δεν τους πολυάρεσε η πρωτοβουλία σου. Επιταχύνεις κι εσύ το βήμα σου γιατί ούτε εσένα σου πολυάρεσαν οι συνεννοήσεις τους, μα σε προλαβαίνει ο ένας από αυτούς, ο πιο μεγαλόσωμος, και σου κλείνει το δρόμο της επιστροφής προς το αμάξι. Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…

“Τι φωτογραφίζεις κυρία μου; Ρώτησες κανέναν;”

“Ρώτησα τις μελιτζάνες, αλλά δεν μου απάντησαν…”

“Με ειρωνεύεσαι κιόλας;”

“Τα λαχανικά φωτογράφιζα. Ποιον θα έπρεπε να ρωτήσω…;”

Προς στιγμήν δείλιασες και σκέφτηκες να του εκβιάσεις τη συγκίνηση, μιλώντας του για τις δυσκολίες του foodblogging, αλλά ο Μπρούτο της ιστορίας μας έξυνε τα νύχια του για καυγά, οπότε οπλίστηκες με δηλητηριώδη δόση ειρωνίας και μείνατε να φιλονικείτε καταμεσής της αγοράς, ευτυχώς όχι για πολλή ώρα. Το ζήτημα έληξε μετά από προτροπές συνάδελφων του, οι οποίοι τoν καθησύχασαν ότι μάλλον κάνεις check-in στο facebook. Η ειρωνία ήταν μάλλον δανεική και μόλις επεστράφη. Εσύ…; Check-in…; Στο facebook…; Στη λαϊκή αγορά κιόλας! Αλήθεια τώρα…; Προτιμάς να παραδεχτείς ψευδώς ότι είσαι ρεπόρτερ του Vice σε μυστική αποστολή για το παράνομο κύκλωμα εκβιασμών, παρά να επιβεβαιώσεις ότι είσαι η χαζοβιόλα του facebook που υποθέτουν… Καπνίζεις από νεύρα και θυμό σαν την καμινάδα της Capella Sistina (μαύρο και πυκνό… δεν βγάλαμε πάπα σήμερα), αλλά δίνεις τόπο στην οργή, δεν λες λέξη άλλη, διακτινίζεσαι πίσω στο σπίτι κι αφήνεις το ψιλόβροχο να σβήσει τους καπνούς…

Για τα σημερινά γεμιστά, φίλε αναγνώστη, έπαιξα τη ζωή μου κορώνα-γράμματα… Πρόκειται για φαγητάρα που αξίζει να μπλέξεις ακόμα και με υπόκοσμο. Ασχολείσαι καμιά ωρίτσα βέβαια για την προετοιμασία τους, αλλά φτοιάχνεις μία λαμαρίνα και ξενοιάζεις για μέρες. Ο καθένας τρώει το λαχανικό που του αρέσει. Εναλλάσεις τα λαχανικά από μέρα σε μέρα και ξεγελιέσαι ότι τρως άλλο φαγητό. Τρώγονται κρύα. Είναι υγιεινά. Είναι vegan. Τι άλλο χρειάζεσαι για να πειστείς; Το μόνο που θέλω να προσέξεις είναι τα εξής:

Το ρυζάκι πρέπει να γλασάρει, οπότε φύλαξε το par boiled, το νυχάκι και το basmati σου για πιλάφια σπυρωτά και προτίμησε για αυτή τη συνταγή ρύζι καρολίνα που φημίζεται για την ικανότητά του να απορροφά τα λιπαρά. Τα λαχανικά πρέπει να ξεροψηθούν και όχι να βράσουν, οπότε δεν θέλεις πολλά υγρά μέσα στο ταψί σου. Τις ντομάτες σου τις θέλεις ολοστρόγγυλες, όπως τις βρήκες στον πάγκο της λαϊκής, οπότε μην τις παραγεμίσεις γιατί θα ανοίξουν κατά το ψήσιμο. Αυτά είχα να σου πω! Τολμησέ το γενναίε μου αναγνώστη, πιστεύω σε εσένα. Το πολύ πολύ φρόντισε, αν δεν είσαι τύπος ριψοκίνδυνος, πριν κινήσεις για την λαϊκή να αφήσεις το φωτογραφικό σου δαιμόνιο πίσω στο σπίτι. Καλή επιτυχία!

Ατομικές ζαμπονοτυρόπιτες κι ανθοτυρόπιτες.

… Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες …













Κυριακή μεσημεράκι. Μόλις τσάκισες το ψητό σου, έχεις κάνει και τη λάντζα σου και φλερτάρεις με την ιδέα να πας να την πέσεις για μεσημεριάτικη siesta, γιατί η εβδομάδα που τελειώνει ήταν δύσκολη και χρειάζεσαι τόνους ξεκούρασης να υποδεχτείς την αυριανή ημέρα. Ο καλός σου δεν ακολουθεί. Προτιμά να χωνέψει σόλο στον καναπέ κάνοντας ζάπινγκ. Τον αποχαιρετάς, οδεύεις εις τα ενδότερα και καταρέεις πριν προλάβεις να βγάλεις τις παντόφλες σου.

Δεν βλέπεις συνήθως όνειρα, ούτε πιστεύεις στον συμβολισμό τους. Έτσι όμως που έφαγες μάλλον φαίνεται ότι δεν τα γλυτώνεις… Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι περισσότεροι εφιάλτες σου ξεκινούν κατεβαίνωντας μία σπιροειδή σκοτεινή μεταλλική σκάλα που τρίζει, σε όλους πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό πρόσωπο και όλοι τελειώνουν με ένα αδέσποτο σκυλί να δαγκώνει τη γάμπα σου. Σφιχταγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου, λοιπόν, κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τη γνωστή σκαλίτσα…

Στρίγγλες τσαμπούνες κι υστερικοί ζουρνάδες σου παίρνουν τα αυτιά. Άνθρωποι ξεσηκώνονται σε χορούς κυκλωτικούς. Σε τυφλώνουν τα φλουριά τους που κουνιούνται ρυθμικά αντανακλώντας το φως της μέρας. Δεξιά σου μπουραζάνες. Αριστερά σου σεγκούνια. Σ΄ αρπάζει αυτός που σέρνει τον χορό – φέρνει λιγο στον Κώστα Ζουράρη αλλά δεν δίνεις σημασία – κι αρχίζεις να λυγιέσαι σαν γερακίνα πριν καλά καλά το καταλάβεις. Δεν έμελλε να κοιμηθείς αυτό το μεσημέρι… Σ’ αρπάζει ένα τσοπανόσκυλο από τη γάμπα, χάνεις τα βήματα και ξυπνάς βίαια με το κεφάλι καζάνι, με μία ελαφριά εφίδρωση στο μέτωπο και με μία υποψία παλινδρόμησης στο φάρυγγα. “Μάλλον παράφαγα” συλλογίζεσαι. Στέκεσαι λίγο καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Μα γιατί δεν σταματούν οι τσαμπούνες; Μήτε τα νταούλια, μητε οι ζουρνάδες…;.

Ο ήχος σε οδηγεί στο σαλόνι όπου βρίσκεται κι ο σκηνοθέτης του εφιάλτη σου. “Αετομηλίτσα Ιωαννίνων! Έλα, έλα…” σε προσκαλεί στον καναπέ ο καλός σου συντονισμένος στην ΕΡΤ3 έτοιμος να σφυρίξει κλέφτικα. Μαζί με εσένα ξύπνησαν κι οι παιδικές του αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό με τα ξαδέρφια του. Άλλο ένα επεισόδιο “Κυριακή στο χωριό” μόλις είχε ξεκινήσει. Παρκάρεις τον ενθουσιασμο του με ένα “Χαμήλωσέ το λίγο…” και ελπίζεις για καμια σόδα στο ψυγείο. Ευτυχώς το ψυγείο σου δεν σε πρόδωσε και ήδη νοιώθεις με την πρώτη γουλιά καλύτερα.

Σωπαίνουν οι τσαμπούνες, σωπαίνουν κι οι ζουρνάδες, παραμερίζουν κι οι Αετομηλιτσιώτες. Ήρθε η ώρα της κυρά Βαγίτσας που ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε και τα κυριακάτικά της και στηθηκε μπροστά από το φακό να σου εκμυστηρευτεί τα μυστικά του καλού φύλλου που μόνο εκείνη ξέρει – άλλη δεν ζύμωσε ποτέ στο χωριό…καταλαβαίνεις τώρα.

Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες. Σε νοιώθω. Αλλά δεν νομιζεις ότι πέρασε ικανός χρόνος από τότε που πρωτοέβρασες το πρώτο σου αυγό, από τότε που στράγγισες την πρώτη σου μακαρονάδα, από τότε που έψησες το πρώτο σου κοτόπουλο για να “ζυμωθείς” με νέες εμπειρίες; Αφού σ’ αρέσει η μαγειρική. Αν δεν σ’ άρεσε δεν θα με διάβαζες…

Μην σε κομπλάρει η κυρά Βαγίτσα που ανοίγει τα φύλλα σαν σεντόνια, σχεδόν διαφανή, να τα πάρει ο Σπαθάρης να προβάλλει τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Εσύ θα ακούσεις εμένα. Και το φύλλο σου θα ανοίξεις, και την πίτα σου θα φουρνίσεις και μια χαρά θα διατηρήσεις στο ακέραιο το προφίλ της famme fatale, μη μου αγχώνεσαι. Να, σαν να σε βλέπω. Με το σατέν το ρομπάκι σου, να πιάνεις τα μαλλιά σου ένα χαλαρό κότσο με το στυλό από την αντζέντα σου, να βάζεις μια μαλαγουζιά να σε συντροφεύει – όπως κάνεις πάντα όταν μαγειρεύεις – και να αρχίζεις τα ζυμώματα. Βάλε και τον δισκο του Θανάση “Στην Ανδρομέδα και στη γή” να παίζει – βασικό συστατικό επιτυχίας για πίτες – και σε μία ωρίτσα από τώρα θα τρως κάτι χειροποίητες πιτες, μα κάτι χειροποίητες πίτες…

Ας απλοποιήσουμε όμως λίγο τα πράγματα. Ξέχνα το δίμετρο πλάστη της κυρά Βαγίτσας. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ τέτοιο. Ξέχνα και τα χάλκινα σφυρήλατα σινιά της πενήντα πόντους διάμετρο. Εσύ θα φτοιάξεις για αρχή ατομικές πίτες στη λαμαρίνα του φούρνου σου. Ακολούθησε τις οδηγίες της συνταγής για τη ζύμη. Κόψε ένα μπαλάκι στο μέγεθος ενός μανταρινιού. Λίγο αλευράκι στον πάγκο σου, λίγο αλευράκι στο ζυμαράκι σου και ξεκίνα με ένα πλάστη χειρός – με έχει σώσει το μαραφέτι αυτό – να ανοίξεις ένα ακανόνιστο σχήμα φύλλου. Ότι βγει. Κύκλος, πολύγωνο, τετράγωνο… Μη δώσεις σημασία. Προσπάθησε μόνο να μην βγει πολύ χοντρό. Αν κολλάει κατά το άνοιγμα στον πλάστη αλεύρωσέ το ελαφρώς.

Διάλεξε τη γέμιση που σου αρέσει. Εγώ σήμερα λαχτάρισα ζαμπονοτυρόπιτα με σάλτσα ντομάτας και γλυκιά πιπεριά. Βάλε στο κέντρο τη γέμιση και ξεκίνα να διπλώνεις τα φυλλα προς τα μέσα σχηματίζοντας ένα πολύγωνο. Άσε και μια μικρή τρυπούλα στο κέντρο να εξατμίζονται τα υγρά της γέμισης – έτσι θα κάνεις πάντα αν είναι πολύ υδαρή. Κάνε αν έχεις όρεξη και μερικές ανθοτυροκουλουρίτσες. Άνοιξε το μανταρινάκι σου με τον πλάστη λίγο πιο μακρόστενο και βάλε κατά μήκος τη γέμιση. Τύλιξε τη σαν φλογέρα, στρίψε τη ελαφρώς και κάνε ένα σαλίγκαρο. Εγώ θερμαίνω στα μικροκύματα λίγο πρόβειο βούτυρο με ελαιόλαδο και με αυτό λαδώνω τη λαμαρίνα και τις πίτες πριν τις φουρνίσω. Καλή επιτυχία!