Σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με σάλτσα ντομάτας.

…Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του…





“Παυλάτος…;”, είχαν αμοληθεί οι τραπεζοκόμοι στους θαλάμους και ταυτοποιούσαν τους ασθενείς για να μοιράσουν το βραδινό. Ελαφρύ φιδέ για όσους χειρουργηθούν την επομένη το πρωΐ, βραστό κοτόπουλο με πουρέ για τους υπόλοιπους. Το αντίστροφο θα είχε δυσάρεστες συνέπειες για όλους, γιατρούς, ασθενείς και συγγενείς, γι αυτό θέλει προσοχή. Κινητοποιούνται οι συνοδοί και αρχίζουν να ταΐζουν τους χειρουργημένους. Ο δικός σου αυτοεξυπηρετείται καθότι αργεί η δική του η σειρά. Χειρουργείται μεθαύριο. Εντέκατο κατά σειρά χειρουργείο στο ενεργητικό του, ευτυχώς αναίμακτο αυτή την φορά, με τοπική αναισθησία και βραχεία νοσηλεία. Αδυναμία έλξης της ακροπροσθίας του πέους, η πάθηση. Kοινώς φίμωση. Κυκλική αφαίρεση της ακροπροσθίας και αποκάλυψη της βαλάνου, η θεραπεία. Κοινώς περιτομή. Yeap. That’s right…

Αν τον έλεγαν Αφζούλ και είχε γεννηθεί στην Μαλαισία τώρα θα την είχε γλιτώσει. Θα τον είχε πάρει στα εννιά του από το χέρι η μαμά του, θα τον ξάπλωνε δίπλα από τους υπόλοιπους συνομήλικούς του στο τζαμί της γειτονιάς, θα τον ακινητοποιούσε ο πατέρας του με μία λαβή μουάι τάι, μην τυχόν και τους την σκάσει τελευταία στιγή, και μέχρι να πει “περιτομή” θα είχε ήδη επιστρέψει στον κήπο της αυλής του σπιτιού του να θάψει την ακροπροσθία του, όπως ορίζει η ισλαμική θρησκευτική παράδοση. Ωστόσο, τον λένε Λάζαρο, έχει γεννηθει στην Ελλάδα, είναι εβδομήντα εννιά και όχι εννιά, συνοδεύεται από την κόρη του και όχι από την μαμά του και η ακροπροσθία του θα ταφεί στον κάδο νοσοκομειακών απορριμμάτων της Ουρολογικής Κλινικής του Ειδικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιώς Μεταξά.

“Ζαφειρίου…;”, συνεχίζει η διανομή των δίσκων. “Είναι στην τουαλέτα, αφήστε το εδώ…” διευκολύνει την κατάσταση ο πατέρας σου. “Γκοτζαμάνης…;” “Πήρε εξιτήριο αργά το μεσημέρι. Δεν σας ενημερώσαν…;” διευκρινίζει ο Παυλάτος. “Στα τσακίδια…” σιχτιρίζει ο πατέρας σου μέσα από τα δόντια του ανακατέυοντας ανόρεκτα τον πουρέ του. Θα σου εξηγούσε λίγο αργότερα ότι συστήθηκαν με τον “ακατανόμαστο” στην ουρά, στο γραφείο κίνησης ασθενών, περιμένοντας για την εισαγωγή και διαπίστωσε ότι ήταν σόι με τον οδηγό του τρικύκλου που έφαγε τον Λαμπράκη. Ο πατέρας σου αφιέρωσε την νιότη του στη νεολαία Λαμπράκη και θα μπορούσε στην μνήμη του να του είχε δαγκώσει την ακροπροσθία με την τεχνητή του οδοντοστοιχία, να του την είχε φτύσει στην μούρη και να του είχε δώσει εξιτήριο αυθημερόν. Εκεί. Επιτόπου. Στο γραφείο κίνησης ασθενών.

Παρόλα αυτά, υπερίσχυσε η ψυχραιμία και αρκέστηκε να απομονωθεί, κατά την διάρκεια της κοινής τους νοσηλείας στο διακόσια πέντε, τραβώντας απλά την κουρτίνα μεταξύ των κλινών τους. Χωρίστηκαν λοιπόν προσωρινά από τραπέζης και κοίτης κι απεφεύχθη έτσι το χειρότερο. Λίγες μέρες μετά μεταφέρθηκε κι ο κυρ Λάκης στο μονόκλινο του διακόσια ένα, οπότε η σύρραξη ματαιώθηκε οριστικά. Δεν ματαιώθηκε ωστόσο κι η εξιστόρηση για εντέκατη φορά (όσα και τα νυστέρια που τον ακούμπησαν) του ένδοξου αγωνιστικού του παρελθόντος, και όχι μόνο…

Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του, αλλά ρίχνεις και καμιά κλεφτή ματιά στον θάλαμο, μην τυχόν και νοσηλεύεται κανένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής κι ενοχληθεί με την παραβίαση των δικαιωμάτων της χρυσόμυγας την δεκαετία του ’50. Σημείο των καιρών βλέπεις…

“Μπαμπά φάε τον πουρέ σου γιατί θα χρειαστώ εγώ σε λίγο ουρολογική περίθαλψη…”, του έκοβες την φόρα ευγενικά, γιατί την εκτιμάς τη διαδρομή του, αλλά η αλήθεια είναι ότι σου τα είχε πρήξει και λίγο. Μην ξεχνιόμαστε. Εντέκατο χειρουργείο. Εντέκατη ανασκόπηση. Δικαιολογείται η αγανάκτησή σου. Αλλά κόβεται η φορά του; Συνεχίσαμε λοιπόν με τα μαθητικά του χρόνια στο 5ο γυμνάσιο αρρένων Εξαρχείων και τις άριστες επιδόσεις του στα Γαλλικά και στα Μαθηματικά, για τα δύσκολα χρόνια της επταετίας, για τον θείο Μίμη που σε μια νύχτα τον έκαναν Οικονομικό Διευθυντή του επικουρικού ταμείου της Χωροφυλακής (εντόπισε λογιστικό σφάλμα που έβγαζε το ταμείο βαθειά ελλειμματικό) και σε μια νύχτα τον ξύλωσαν (εντόπισε η Διοίκηση του Ταμείου ιδεολογικό σφάλμα λόγω κομμουνιστικού φρονήματος) κι αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί του στην οικοδομή (βοηθό ελαιοχρωματιστή) για να βιοποριστεί, για τα χρόνια στην νεολαία Λαμπράκη, για την δράση του στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά…

“Είμασταν διαόλια όμως κι εμείς… Αφήναμε με τον Μιμάκο διακριτικά-διακριτικά μία στοίβα με τρικάκια της ΕΔΑ στην άκρη του δρόμου, πίσω από μία κολώνα, έξω από το αστυνομικό τμήμα με τους αστυνομικούς παρόντες, κάτω από τη μύτη τους δηλαδή, και φέυγαμε σφυρίζοντας ανέμελα για το αμάξι. Περνούσαμε μετά φουλαριστοί με το αμάξι μπροστά από το σημείο της στοίβας, τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και τα σκορπούσε σαν κομφετί σε όλη την περιοχή. Γινόταν το αστυνομικό τμήμα σαν Bal masqué στην Πλάκα. Πλαστικά ρόπαλα και καραμούζες έλειπαν μόνο. Έβγαζαν τρικάκια ακόμα και μέσα από τις τσέπες τους οι αστυνομικοί. Έπεφταν μετά οι καμπάνες που δεν μας πήρανε πάλι χαμπάρι. Να έβλεπες μόνο τα απορημένα πρόσωπά τους…” αδυνατεί να συνεχίσει την αφήγηση κλαίγοντας σχεδόν από τα γελια.

“Μπαμπά άσε τα γέλια και τρώγε μαζεύουν τους δίσκους…” κάτι η κοτοπουλίλα, κάτι η μόνιμη οσμή αμμωνίας στην πτέρυγα, κάτι η ανασκόπηση που δεν έριχνε τίτλους τέλους, η υπομονή σου στέρευε.

“Τι να φάω μωρέ; Πουρέ με βραστό κοτόπουλο; Να ήταν σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με μπόλικη σάλτσα ντομάτας, όπως τα έκανε η γιαγιά σου η Φωτεινή να τα έτρωγα πολύ ευχαρίστως…”, σου άφησε την παραγγελία του διακριτικά-διακριτικά, όπως τα τρικάκια πίσω από την κολώνα, χαμογελώντας πονηρά…

Χαλάς χατήρι σε χειρουργημένο άνθρωπο; Δε χαλάς. Την επομένη λοιπόν του εξιτηρίου άρχισα να ψάχνω τη συνταγή της Σμυρνιάς γιαγιάς μου, αλλά μάταια. Δεν βρήκα τίποτα. Κι όταν δεν ξέρεις τι κάνεις; Γκουγκλάρεις. Γκούγκλαρα, γκούγκλαρα, γκούγκλαρα και βρήκα χίλιες δυο συνταγές, όλες διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά όλες αυθεντικές σμυρνέικες. Επειδή δεν είχα σκοπό να κάνω τη διατριβή μου στον σμυρνέικο κεφτέ, πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου ο οποίος ευτυχώς θυμόταν τουλάχιστον τα σημεία κλειδιά της συνταγής: λιπαρός μοσχαρίσιος κιμάς μόνο, όχι αυγό, όχι φρυγανιά ή ψωμί, μπόλικο σκόρδο και κύμινο, ένα κρεμμύδι τριμμένο κι ένα σωταρισμένο για εξτρα νοστιμιά, τέσσερις-πέντε χουφτίτσες νεράκι για το πλάσιμο, λίγο ξύδι, σίγουρα δυόσμο-μαϊντανό… Αυτά θυμόταν, αυτά μου είπε, αυτά εφάρμοσα, κι έκανα κάτι σουτζουκάκια μούρλια! Κάνε τα κι εσύ για τον χειρουργημένο πατέρα σου ή όποιον άλλον αγαπάς. Καλή επιτυχία!

Ζύμη και σάλτσα για πίτσα.

… Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους. “Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία” …













Σεπόλια ώρα επτά απογευματινή. Σε έχει ταλαιπωρήσει από τις πέντε διαολεμένη κίνηση. Σκάβουν την Χαμοστέρνας, μόλις έκοψε τουλουμωτή βροχή, μία καραμπόλα δεν λείπει ποτέ από την νεροποντή – ⁷τα γνωστά. Είσαι μία ανάσα πριν από το χαλάκι της εξώπορτας, αλλά δε λέει να το πατήσεις. Ανεβάζεις την ένταση στο ραδιόφωνο να πέσουν λίγο οι σφιγμοί, ξεφυσάς σαν φάλαινα φυσητήρας και αυθυποβάλλεις τον εαυτό σου σιγοψιθυρίζοντας “Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή… μία διασταύρωση έμεινε”.

Αυτή όμως δεν είναι διασταύρωση. Είναι χτικιό. Είναι το σημειο όπου τέμνονται τρεις οδοί – Σεπολίων – Κωνσταντινουπόλεως – Ευαλκίδου – μπουλούκια πεζών από και προς το σταθμό μετρό Πλ. Αττικής, οι γραμμές της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η προσμονή της υπογειοποίησής τους. Είναι το σημείο όπου τηρείται ενός λεπτού σιγή στο χαμό της κυκλοφοριακής αγωγής. Προτεραιότητες; Προτεραιότητα έχει όποιος χωθεί. Δε χώθηκες; Θα μείνεις εκεί μέχρι άυριο. Οδοσήμανση; STOP κι η Eυαλκίδου STOP και η Κωνσταντινουπόλεως. Καταλαβαίνεις τώρα…

Επί της Ευαλκίδου, πιτσιρικάς διανομέας, ισορροπώντας το δίκυκλο με το ένα χέρι στο γκάζι και το άλλο να σκρολάρει το κινητό του, μεταφέρει πίτσες. Δε μεταφέρει όμως μόνο πίτσες. Μεταφέρει και νεύρα πολλά… Γιατί η ακτίνα διανομής – άνοιξε – άνοιξε – την έφτασε το αφεντικό Σεπόλια – η πιτσαρία στο Νέο Κόσμο εν τω μεταξύ. Γιατί δουλεύει ανασφάλιστος 40 μέρες σερί χωρίς ρεπό – δε θες να ξέρεις για πόσα. Γιατί το Μαράκι δεν απαντά στα μηνύματά του – το πιο χοντρό απ’ όλα. Αγνοεί το STOP.

Επί της Κωνσταντινουπόλεως, επαγγελματίας αυτοκινητιστής με τα μάτια νυσταγμένα και βαριά, λίγο πριν κλείσει δωδεκάωρο στο τιμόνι, ψάχνει την Γαλαξιδίου στο GPS και μεταφέρει ηλικιωμένη κοκκεταρία – πάει επίσκεψη αλλά δεν ξέρει ούτε αυτή τη Γαλαξιδίου. Δε μεταφέρει όμως μόνο τη γλυκούλα με το ταγιέρ και τις πάστες. Μεταφέρει και αυτός νεύρα πολλά… Γιατί αρνείται να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα στην παροχή υπηρεσιών μετακίνησης – beat, uber, κλπ). Γιατί το σημερινο δωδεκάωρο τον έβαλε μέσα – ούτε τα καύσιμα δεν έβγαλε. Γιατί δεν βρίσκει τη Γαλαξιδίου στα μηχανάκια του διαβόλου… Αγνοεί το STOP.

δυνατό ζύμωμα = ελαστική ζύμη

Λίγο το αγχωτικό σφύριγμα των ελεγκτών των γραμμών γιατί πλησίαζε το τρένο, λίγο το απειλητικό σφύριγμα του τρένου – έχει φάει κόσμο και κοσμάκι – λίγο τα νεύρα και η κούραση, φιλήθηκαν ντελιβεράς με ταρίφα πλαγιομετωπικά, ευτυχώς χωρίς σοβαρή ζημιά. Παρ’ όλα αυτά ανάβουν τα αίματα. Όπως κάθε αντρική εμπλοκή που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι αυτή ξεκινά σε φιλική διάθεση αρχικά για την αναζήτηση ευθυνών – καλά ρε φίλε δεν είδες το STOP; – και καταλήγει σε βίαιες ερωτικές σκηνές με τη γυναίκα που τους άλλαζε τις πάνες – γ..ω τη μάνα σου παλιομαλ…νο.

Πιτσιρικάς ων ο διανομέας – βράζει το αίμα του και δε σηκώνει και πολλά πολλά για τη μάνα του – αμολά το μηχανάκι μη λογαριάζοντας την κακιά στιγμή που ερχόταν και χυμάει στον ταξιτζή. Κι η κακιά στιγμή ήρθε. Πέφτει το μηχανάκι κάτω. Ανοίγει το κουτί της διανομής κι απλώνονται οι πίτσες στην Κωνσταντινουπόλεως σαν πλανήτες μετά την Μεγάλη Έκρηξη. Η μία πίτσα δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Της άλλης της την έπεσαν οι κόπροι της γειτονιάς – ανεπάντεχη η χαρά τους. Την τρίτη την περιέθαλψε ο ελεγκτής των γραμμών μουλωχτά στο φυλάκιο την ώρα της φασαρίας.

Ξηρή μαγιά, χλιαρό νεράκι, λαδάκι, θυμάρι, ζάχαρη (η τροφή της μαγιάς) κι η υπομονή ένα 10λεπτο να ενεργοποιηθεί.

Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους.

“Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία…”

Στο σπίτι μας δεν λείπουν ποτέ υλικά για πίτσα – και για βάφλα, και για λουκουμάδες, και για κρέπες, όρεξη να έχουμε να μαγειρεύουμε και να μπλογκάρουμε. Σκέψου εκείνον που περίμενε τον διανομέα μία ώρα να φτάσει κι εν τέλει δεν έφαγε κιόλας. Αν κι εσύ εκτιμάς την χειροποίητη πίτσα – και δεν είσαι ο φύλακας των γραμμών στη Σεπολίων να έχεις τα τυχερά σου – εμπιστέψου με.


Voilà! Eνεργοποιήθηκε.

Διάλεξε εσύ όποια γεύση σου αρέσει. Ποια είμαι εγώ που θα σου πω τι υλικά να βάλεις πάνω στην πίτσα σου; Θα μου επιτρέψεις όμως να σου πω πως θα βάλεις τα θεμέλια για την τέλεια πίτσα. Μιλάς με pizza engineer. Θες άλλη σάλτσα; Δεν θα επιμείνω. Όπως σε ευχαριστεί. Αλλά για τη ζύμη ούτε κουβέντα αγαπημένε μου αναγνώστη. Ζυμαράκι σχετικά αφράτο – αν θες ιταλικού τύπου προτίμησε να τη φας στο poselli όταν ανέβεις στη μάνα σαλλονίκη – εγώ προτιμώ τις μπαμπάτσικες – αλλά με σουπερ τραγανή κρούστα. Καλή επιτυχία!