Γόπες ψητές. Σκέτες.

… Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα απο την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου …





“Μαμά…τι θα φάμε σήμερα;” Ήξερα. Μύριζε όλο το σπίτι εξάλλου. Έτσι ρωτούσα. Προλόγιζα την γκρίνια μου. “Έλα βόηθαμε να στρώσουμε το τραπέζι κι άσε τις ερωτήσεις”, μου έκοβε τη φόρα γιατί κι εκείνη ήξερε τι θα επακολουθούσε. Δεν έκανε πρώτη φορά γόπες άλλωστε. Με είχε μάθει πια. “Πάλι γόπες;”, ξύνιζα εγω τα μούτρα μου. “Αυτό έχουμε αυτό θα φάμε. Πήγαινε τα ποτήρια μέσα”. “Άλλα ψάρια δεν υπάρχουν;”, η μουρμούρα συνεχιζόταν. “Όχι δεν υπάρχουν” με φλόμωνε στα παραμύθια για να μη μαρτυρήσει ότι τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν μπαρμπούνια και κουτσομούρες. “Σκέτες πάλι;” “Ναι, σκέτες. Και σαλάτα ντομάτα.” Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα από την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου.

Οι συμμορίες της Σαλαμίνας…
Κι η γόπα θέλει χέρι…

Από τότε πέρασε σχεδόν μία εικοσαετία. Τα οικονομικά βελτιώθηκαν. Η μάνα μου ούτε να ακούσει πλεον για γόπες. Της μυρίζουν λέει. Κι εγω στρώνω το δικο μου τραπέζι σήμερα. Γόπες ψητές. Σκέτες. Και σαλατα ντομάτα. Μόνη γαρνιτούρα μια γλυκόπικρη παιδική ανάμνηση. Αυτο κι αν είναι 20-year-challenge… Την ψαριά αυτή μας την χάρισε ο Αχμετ. Αιγύπτιος γείτονας και φίλος. Τον προμηθεύουν συμπατριώτες του που κάνουν μεροκάματα στα ψαροκάϊκα της Σαλαμίνας. Μπήκε στην αυλή με τα χέρια βαριά από τις σακούλες μα με την καρδιά γεμάτη από την χαρά της προσφοράς και μας τις άφησε. Αγοράζει συχνά πυκνά 3-4 κιλά γόπες φρεσκοψαρεμένες, απευθείας απο το καΐκι. Τις καθαρίζει και τις καταψύχει σε μερίδες και τρώει έτσι φρέσκο ψάρι μια φορά την εβδομάδα. “Ο Άχμετ αν και φτωχικά, προσπαθεί να ζει ποιοτικά” παρατήρησε ο φίλος μου. Το ίδιο μάλλον προσπαθούσε κι η μάνα μου, σκέφτηκα. Είδα τη γόπα με άλλο μάτι…

Το ψαράκι λοιπόν της φτωχολογιάς, με τις χρυσές ράβδους στα πλεύρα και το μάτι το βοϊδίσιο, εξού κι η επίσημη ονομασία της ‘Βόωψ’, μαζί με τα λοιπά ψάρια της οικογένοιας σπαριδών, σάλπες, σαργούς, κλπ, είναι ψαράκι διεμφυλικό εκ φύσεως. Οι θηλυκές γόπες μόλις ωριμάσουν αλλάζουν φύλο. Γίνονται αρσενικές για να καταφέρουν να αναπαραχθούν και να διαιωνίσουν το είδος τους. Ιδιαίτερο ψαράκι, λοιπόν, η γόπα, από κάθε πλευρά, που αξίζει να βγεί από το περιθώριο και να μπει στους φούρνους μας – μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Κατέβασε τη συνταγή να δεις πως τη ψήνω εγώ. Καλή επιτυχία!


βοῶπις < βοῦς + ὤψ (κυριολεκτικά: «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»