Καλοκαιρινό ντοματένιο ογκρατέν με λαζάνια και σπανάκι.

… Κι έμεινες με ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου έγκλειστη για δύο εβδομάδες στο δυάρι στην Καλλιθέα με τα ρολά κατεβασμένα ελπίζοντας επί ματαίω ότι με ταβανοθεραπεία, απλυσιά και το Against All Odds στην διαπασών ο Γιώργος μία μέρα θα επέστρεφε με μία πειστική δικαιολογία να σε καθησυχάσει για την πολυήμερη απουσία του, θα αέριζε το δυάρι, θα σε έλουζε με αφρόλουτρο όχι πια δάκρυα και θα σου ψιθύριζε στο αυτί “Wouldn’t you agree, baby you and me got a groovy kind of love“. Μάταια…









Τα λευκά τυριά συνδυάζονται τέλεια με το σπανάκι και την ντομάτα.

Εκλογές 2019 και μία σκληρή οικονομικά δεκαετία μάλλον δείχνει να τελειώνει – πολύ φιλοδεξιό ακούστηκε αυτό – άντε μάζεψέ το τώρα. Πέρασαν δέκα χρόνια από το “λεφτά υπάρχουν”, από το “μαζί τα φάγαμε” και τα λοιπά τσιτάτα που έφερναν τους συνταξιούχους στα καφενεία να πιαστούν γιακά με γιακά. Δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που έκλεισε η πόρτα των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών στη μούρη μας, με τα αμερικανικά funds να καταρρέουν το ένα πίσω από το άλλο από επισφαλείς τοποθετήσεις κεφαλαίων σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Από τότε ακριβώς που κι εσύ αποφάσισες να υπηρετήσεις το ελληνικό μεσοαστικό όνειρο – που σε θέλει με ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και με ένα καλό παιδί κάτω από το κεραμίδι – και πήγες και υπέγραψες δανειακή σύμβαση στεγαστικού για εξαψήφιο ποσό δανείου – γιατί το καλό παιδί το είχες – το κεραμίδι σου έλειπε. “Θυμισέ μου λίγο τι σπούδασα…” αυτοσαρκάζεσαι ακόμα και τώρα στην παρέα σου που πήγες ως απόφοιτη οικονομικής σχολής και χρεώθηκες για το υπόλοιπο της ζωής σου για λίγα στεγασμένα τετραγωνικα την ώρα που όλος ο πλανήτης κατέρρεε απο την αγορά ακινήτων.

Βουτιά από ψηλά…

Η αποπληρωμή ξεκινά, η κρίση βαθαίνει, οι μισθοί κουτσουρεύονται κι η δόση αρχίζει να εξυπηρετείται οριακά – κυρίως με χαρτζηλίκια από γονείς – ευτυχώς σε κράτησε η ντροπή και δεν βγήκες με τριγωνάκι και μελόντικα στη γειτονιά να πείς τα κάλαντα. “Δεν πάει άλλο στη ζήτα…” σκέφτεσαι και αποφασίζεις να τσοντάρεις στον μηνιαίο προϋπολογισμό με δεύτερη απογευματινή δουλειά. Σε ρίχνει λοιπόν η βιοπάλη στα σκαλιά τηλεφωνικού κέντρου μεγάλης αλυσίδας διανομής πίτσας.

Δε θα μείνει ψίχουλο…

Η διαδικασία γνωστή. Περίπτερο, εφημερίδα, αγγελία, τηλέφωνο, βιογραφικό, συνέντευξη, δοκιμαστικό, πρόσληψη και η οδύσσεια της παραγγελιοληψίας αφράτων και πολύσπορων ζυμαριών ξεκινά και δεν τελειώνει πριν περάσουν δύο ολόκληρα χρονάκια. Τρεις με τέσσερις πεντάωρες βάρδιες την εβδομάδα – βραδυνές πάντα – σχεδόν μεταμεσονύχτιες. Όλες οι αργίες δουλεμένες. Εικοστές πέμπτες, εικοστές όγδοες, Καθαρές Δευτέρες, Μεγάλες Δευτέρες, Λαμπρές, Πρωτοχρονιές, Πρωτομαγιές, Τσικνοπέμπτες. Όλες. Για δύο χρόνια δεν χάρηκες κάτω από αυτό το κεραμίδι παρέα με εκείνο το καλό παιδί ούτε μία βραδιά eurovision. Ούτε έναν τελικό έστω του αγαπημένου σου talent show. Μέχρι και τελικό μουντιάλ λαχτάρισες να δείτε παρεούλα – εκεί σε κατήντησαν οι αλήτες.

Τι σου λεγα;

Μάθαινες τα νέα για τους τροπαιοφόρους από τους πελάτες του τηλεφωνικού κέντρου. Οι μεταμεσονύχτιες κλήσεις είχαν λίγη πάρλα παραπάνω. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται μετά τα μεσάνυχτα – η φωνή γίνεται πιο μπάσα – η ομιλία πιο αργή – η διάθεση πιο χαλαρή. Είχες αρχίσει να πιστεύεις ότι τα καλτσόνε είναι μόνο η αφορμή για επικοινωνία. Πληροφορήθηκες λοιπόν την όγδοη θέση του Γιώργου Αλκαίου από μία φοιτήτρια της φιλοσοφικής που παρήγγειλε light καρμπονάρα και diet coke, την τρίτη θέση των 48 ωρών την άκουσες με τα ίδια σου τα αυτιά από το στόμα του Σάκη – η γιαγιά που κάλεσε για την σίζαρ ήταν φαν και βαρύκοη – ενώ το νικητήριο γκολ του Αντρε Ινιέστα σου το σφύριξε αντροπαρέα εργένηδων που ζητούσε εξηγήσεις γιατι καθυστερησαν οι τρεις giga size σπέσιαλ χωρίς μανιτάρια. Κόντευες να κλείσεις δύο χρονάκια στην εταιρεία κι είχες αρχίσει να κουράζεσαι και να φλερτάρεις έντονα με την ιδέα το επόμενο δωδεκάρι της Κύπρου να σε βρει στο σαλόνι σου.

Μοσχοκάρυδο και σπανάκι οι καλύτεροι φίλοι…

Το πρωτοκολλο της παραγγελιοληψίας μελετημένο από το Τμήμα Marketing. Χαιρετίζεις. “Πίτσα Νταν καλησπέρα σας”. Επιβεβαιώνεις τα στοιχεία του πελάτη και λοιπές πληροφορίες που εμφανίζονται στην οθόνη του υπολογιστή σου:

“Γαστεράτος Γιώργος, Πετμέζα 7, Καστέλλα, 5ος όροφος, το κουδούνι δεν λειτουργεί, αναπάντητη, εκνευριστικός, δεν δίνει tips, δεν έχει ποτέ ψιλά…”

Ουπς – φροντίζεις να μην επιβεβαιώνεις τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Δέχεσαι την παραγγελία. Την καταχωρείς στο λογισμικό. Την επιβεβαιώνεις απαραιτήτως επαναλαμβάνοντάς την στον πελάτη. Ενημερώνεις για το κόστος της παραγγελίας και τον χρόνο της αναμονής. Κλικάρεις την ένδειξη “Αποστολή” και φτου κι από την αρχή – “Πίτσα Νταν καλησπέρα σας…”. Μόνο που σε εκείνη την κλήση, δεν ήταν ο Γιώργος – κι ας σε τσίμπαγε η καρδούλα σου να τον ξανακούσεις. Ήταν η φοιτήτρια με την light καρμπονάρα και την diet coke – έκανε εκείνη την παραγγελία για λογαριασμό του από το σπίτι του. Ένα ευρύχωρο ρετιρέ με θέα το Τουρκολίμανο. Το σπίτι αυτό το ήξερες καλά – και εκείνον ακόμα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργος που αγαπούσες μια βραδιά – κι ας ήταν μουτράς και τσιφούτης – και στο ρετιρέ της Πετμέζα πριν καμιά πενταετία κατασκήνωνες από Παρασκευή μεσημέρι και πήγαινες για δουλειά κατευθείαν τη Δευτέρα το πρωΐ. Μόνο που μαζί δεν παραγγέλνατε ποτέ απ’ έξω. Λάτρης της ιταλικής κουζίνας αυτός, πειραματιζόμενη new age οικιακή μαγείρισσα εσύ, δεν έχανες ευκαιρία να τον μπουκώνεις με σισιλιάνικα αραντσίνι, γεμιστά ραβιόλια, καυτερές αραμπιάτες και δροσερές πανακότες.

Αντε να τελειώσει η φωτογράφιση να φάω και το υπόλοιπο…

Όμως μια ωραία νυχτία – εντεκάτη εσπερινή – ο Γιώργος μπήκε σε λειτουργία πτήσης – αποσυνδέθηκε από κινητά, σταθερά και κουδούνια. Εξαφανίστηκε από προσώπου γής αναίτια – τέτοιο κορίτσι δεν το χωρίζεις έτσι – και απροειδοποίητα – “καληνύχτα μωράκι μου” ήταν τα τελευταία του λόγια. Κι έμεινες με ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου έγκλειστη για δύο εβδομάδες στο δυάρι στην Καλλιθέα με τα ρολά κατεβασμένα ελπίζοντας επί ματαίω ότι με ταβανοθεραπεία, απλυσιά και το Against All Odds στην διαπασών ο Γιώργος μία μέρα θα επέστρεφε με κάποια πειστική δικαιολογία να σε καθησυχάσει για την πολυήμερη απουσία του, θα αέριζε το δυάρι, θα σε έλουζε με αφρόλουτρο όχι πια δάκρυα και θα σου ψιθύριζε στο αυτί “Wouldn’t you agree, baby you and me got a groovy kind of love”. Μάταια. Αν δεν φορούσες χειλόφωνο σαν την Miley Cirus επί σκηνής θα έψαχνες από την ταραχή το ακουστικό στο πάτωμα σε εκείνη την κλήση. Όρέχτηκε μωρέ η φοιτητριούλα του περασμένες δώδεκα light καρμπονάρα και diet coke. Μετά τα μεσάνυχτα και φρυγανιά να φας κυτταρίτιδα γίνεται κι εσύ ως ανώτερος άνθρωπος την σιλουέτα των νυν των πρώην σου την προσέχεις. Κατάπιες την έκπληξή σου, διατήρησες την ψυχραιμία σου, έκανες ότι καταχωρείς την παραγγελία, την επιβεβαίωσες ως όφειλες σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ενημέρωσες για το κόστος και για τα πενήντα λεπτά αναμονής – Eurovision είναι αυτη θα περιμένετε – γκρίνιαξε λίγο από το βάθος της γραμμής το ρεμάλι της Καστέλλας – γκρίνιαξε και η δεσποινίς γιατί είχε διάβασμα την επομένη – ξεκινούσε εξεταστική οσονούπω – η πάρλα των μεταμεσονύχτιων κλήσεων που λέγαμε – σε ενημέρωσε για την όγδοη θέση του Αλκαίου κι έκλεισε τη γραμμή νομίζοντας ότι σχεδόν σε μία ώρα θα τον τάιζε στο στόμα σαν μαμά πελεκάνος καρμπονάρα χαμηλών λιπαρών. Ηθελε μισή ώρα ακόμα για να λήξει η βάρδια, αλλά είχες ήδη τερματίσει από υπομονή και αντοχές. Σηκώθηκες από τη θέση εργασίας σου χωρίς να κλικάρεις την ένδειξη “Αποστολή”, ενημέρωσες τον υπεύθυνο βάρδιας ότι στο σπίτι σε περιμένει ένα καλό παιδί που λατρεύει την ελληνική κουζίνα κι εκτιμά τους μουσακάδες σου και τα πλακί σου – σε κοίταζε σαν άλιεν – δεν καταλάβαινε λέξη από ότι του έλεγες – και παραιτήθηκες.

ογκρατέν < γαλλική au gratin: φαγητό μαγειρεμένο με επικάλυψη από τριμμένο τυρί και κύβους ψωμιού ή/και από βούτυρο.

Αυτό το καλοκαιρινό ογκρατέν δεν είναι σαν τα λευκά λιπαρά ογκρατέν που ξέρεις. Είναι ντοματένιο και σχετικά χαμηλό σε λιπαρά. Χρειάζεται κυριολεκτικά μηδενική προσπάθεια ή δεξιότητα και σε μισή ώρα είναι εκεί για σένα να το απολαύσεις. Στην καλοκαιρινή μου άδεια το τιμώ ιδιαιτέρως, ειδικά μετά τις πρωϊνές βουτιές που ο χρόνος τρέχει ανάποδα και η πείνα είναι θεριό. Ιδανική λύση ακόμα και για να εντυπωσιάσει έναν ορκισμένο εργένη μία φοιτήτρια φιλοσοφικής. Καλή επιτυχια!

Ατομικές ζαμπονοτυρόπιτες κι ανθοτυρόπιτες.

… Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες …













Κυριακή μεσημεράκι. Μόλις τσάκισες το ψητό σου, έχεις κάνει και τη λάντζα σου και φλερτάρεις με την ιδέα να πας να την πέσεις για μεσημεριάτικη siesta, γιατί η εβδομάδα που τελειώνει ήταν δύσκολη και χρειάζεσαι τόνους ξεκούρασης να υποδεχτείς την αυριανή ημέρα. Ο καλός σου δεν ακολουθεί. Προτιμά να χωνέψει σόλο στον καναπέ κάνοντας ζάπινγκ. Τον αποχαιρετάς, οδεύεις εις τα ενδότερα και καταρέεις πριν προλάβεις να βγάλεις τις παντόφλες σου.

Δεν βλέπεις συνήθως όνειρα, ούτε πιστεύεις στον συμβολισμό τους. Έτσι όμως που έφαγες μάλλον φαίνεται ότι δεν τα γλυτώνεις… Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι περισσότεροι εφιάλτες σου ξεκινούν κατεβαίνωντας μία σπιροειδή σκοτεινή μεταλλική σκάλα που τρίζει, σε όλους πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό πρόσωπο και όλοι τελειώνουν με ένα αδέσποτο σκυλί να δαγκώνει τη γάμπα σου. Σφιχταγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου, λοιπόν, κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τη γνωστή σκαλίτσα…

Στρίγγλες τσαμπούνες κι υστερικοί ζουρνάδες σου παίρνουν τα αυτιά. Άνθρωποι ξεσηκώνονται σε χορούς κυκλωτικούς. Σε τυφλώνουν τα φλουριά τους που κουνιούνται ρυθμικά αντανακλώντας το φως της μέρας. Δεξιά σου μπουραζάνες. Αριστερά σου σεγκούνια. Σ΄ αρπάζει αυτός που σέρνει τον χορό – φέρνει λιγο στον Κώστα Ζουράρη αλλά δεν δίνεις σημασία – κι αρχίζεις να λυγιέσαι σαν γερακίνα πριν καλά καλά το καταλάβεις. Δεν έμελλε να κοιμηθείς αυτό το μεσημέρι… Σ’ αρπάζει ένα τσοπανόσκυλο από τη γάμπα, χάνεις τα βήματα και ξυπνάς βίαια με το κεφάλι καζάνι, με μία ελαφριά εφίδρωση στο μέτωπο και με μία υποψία παλινδρόμησης στο φάρυγγα. “Μάλλον παράφαγα” συλλογίζεσαι. Στέκεσαι λίγο καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Μα γιατί δεν σταματούν οι τσαμπούνες; Μήτε τα νταούλια, μητε οι ζουρνάδες…;.

Ο ήχος σε οδηγεί στο σαλόνι όπου βρίσκεται κι ο σκηνοθέτης του εφιάλτη σου. “Αετομηλίτσα Ιωαννίνων! Έλα, έλα…” σε προσκαλεί στον καναπέ ο καλός σου συντονισμένος στην ΕΡΤ3 έτοιμος να σφυρίξει κλέφτικα. Μαζί με εσένα ξύπνησαν κι οι παιδικές του αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό με τα ξαδέρφια του. Άλλο ένα επεισόδιο “Κυριακή στο χωριό” μόλις είχε ξεκινήσει. Παρκάρεις τον ενθουσιασμο του με ένα “Χαμήλωσέ το λίγο…” και ελπίζεις για καμια σόδα στο ψυγείο. Ευτυχώς το ψυγείο σου δεν σε πρόδωσε και ήδη νοιώθεις με την πρώτη γουλιά καλύτερα.

Σωπαίνουν οι τσαμπούνες, σωπαίνουν κι οι ζουρνάδες, παραμερίζουν κι οι Αετομηλιτσιώτες. Ήρθε η ώρα της κυρά Βαγίτσας που ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε και τα κυριακάτικά της και στηθηκε μπροστά από το φακό να σου εκμυστηρευτεί τα μυστικά του καλού φύλλου που μόνο εκείνη ξέρει – άλλη δεν ζύμωσε ποτέ στο χωριό…καταλαβαίνεις τώρα.

Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες. Σε νοιώθω. Αλλά δεν νομιζεις ότι πέρασε ικανός χρόνος από τότε που πρωτοέβρασες το πρώτο σου αυγό, από τότε που στράγγισες την πρώτη σου μακαρονάδα, από τότε που έψησες το πρώτο σου κοτόπουλο για να “ζυμωθείς” με νέες εμπειρίες; Αφού σ’ αρέσει η μαγειρική. Αν δεν σ’ άρεσε δεν θα με διάβαζες…

Μην σε κομπλάρει η κυρά Βαγίτσα που ανοίγει τα φύλλα σαν σεντόνια, σχεδόν διαφανή, να τα πάρει ο Σπαθάρης να προβάλλει τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Εσύ θα ακούσεις εμένα. Και το φύλλο σου θα ανοίξεις, και την πίτα σου θα φουρνίσεις και μια χαρά θα διατηρήσεις στο ακέραιο το προφίλ της famme fatale, μη μου αγχώνεσαι. Να, σαν να σε βλέπω. Με το σατέν το ρομπάκι σου, να πιάνεις τα μαλλιά σου ένα χαλαρό κότσο με το στυλό από την αντζέντα σου, να βάζεις μια μαλαγουζιά να σε συντροφεύει – όπως κάνεις πάντα όταν μαγειρεύεις – και να αρχίζεις τα ζυμώματα. Βάλε και τον δισκο του Θανάση “Στην Ανδρομέδα και στη γή” να παίζει – βασικό συστατικό επιτυχίας για πίτες – και σε μία ωρίτσα από τώρα θα τρως κάτι χειροποίητες πιτες, μα κάτι χειροποίητες πίτες…

Ας απλοποιήσουμε όμως λίγο τα πράγματα. Ξέχνα το δίμετρο πλάστη της κυρά Βαγίτσας. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ τέτοιο. Ξέχνα και τα χάλκινα σφυρήλατα σινιά της πενήντα πόντους διάμετρο. Εσύ θα φτοιάξεις για αρχή ατομικές πίτες στη λαμαρίνα του φούρνου σου. Ακολούθησε τις οδηγίες της συνταγής για τη ζύμη. Κόψε ένα μπαλάκι στο μέγεθος ενός μανταρινιού. Λίγο αλευράκι στον πάγκο σου, λίγο αλευράκι στο ζυμαράκι σου και ξεκίνα με ένα πλάστη χειρός – με έχει σώσει το μαραφέτι αυτό – να ανοίξεις ένα ακανόνιστο σχήμα φύλλου. Ότι βγει. Κύκλος, πολύγωνο, τετράγωνο… Μη δώσεις σημασία. Προσπάθησε μόνο να μην βγει πολύ χοντρό. Αν κολλάει κατά το άνοιγμα στον πλάστη αλεύρωσέ το ελαφρώς.

Διάλεξε τη γέμιση που σου αρέσει. Εγώ σήμερα λαχτάρισα ζαμπονοτυρόπιτα με σάλτσα ντομάτας και γλυκιά πιπεριά. Βάλε στο κέντρο τη γέμιση και ξεκίνα να διπλώνεις τα φυλλα προς τα μέσα σχηματίζοντας ένα πολύγωνο. Άσε και μια μικρή τρυπούλα στο κέντρο να εξατμίζονται τα υγρά της γέμισης – έτσι θα κάνεις πάντα αν είναι πολύ υδαρή. Κάνε αν έχεις όρεξη και μερικές ανθοτυροκουλουρίτσες. Άνοιξε το μανταρινάκι σου με τον πλάστη λίγο πιο μακρόστενο και βάλε κατά μήκος τη γέμιση. Τύλιξε τη σαν φλογέρα, στρίψε τη ελαφρώς και κάνε ένα σαλίγκαρο. Εγώ θερμαίνω στα μικροκύματα λίγο πρόβειο βούτυρο με ελαιόλαδο και με αυτό λαδώνω τη λαμαρίνα και τις πίτες πριν τις φουρνίσω. Καλή επιτυχία!