Παγωτό Μπανάνα – Φυστικοβούτυρο.

…Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα. H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Aμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα…













Επιστρέφεις από το γραφείο της διευθύντριας μετά από πολύωρη κατσάδα εφ’ όλης της ύλης και είσαι έτοιμη να φας το πληκτρολόγιο από τα νεύρα σου. Σε προλαβαίνει όμως ένα έντυπο αδείας, συμπληρωμένο από την καινούρια συνάδελφο του τμήματος, διάρκειας δύο εβδομάδων, το διάστημα αμέσως πριν το Πάσχα, κι έτσι γλιτώνει προσωρινά το λιντσάρισμα το πληκτρολόγιο, όχι όμως και η συνάδελφος… “Που θα πάς ρε Ιωάννα και θέλεις δύο εβδομάδες άδεια; Στους Αγίους Τόπους;” Δεν την φανταζόσουν την απάντησή της και η αλήθεια είναι ότι πολύ σε πίκρανε: “Θα συνοδεύσω τον σύζυγό μου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σικάγο…”.

Νοιώθεις να καίγεται το φλεβικό σου συστημα από τοξική ζήλεια. Κρατιέσαι να μη φας το χαρτί. Κοιτάς το έντυπο στο σημείο της υπογραφής μα το βλέμμα σου είναι κενό. Ο λογισμός σου αποχώρησε από την αίθουσα, τροχοδρομεί στον αεροδιάδρομο του “Ελευθεριος Βενιζέλος” και προσγειώνεται στη Michigan Avenue. Περπατάς το Magnificent Mile κι έχεις το νού σου μην τυχόν και δεις στον καθρέπτη των πολυόροφων κτιρίων την αντανάκλαση της φιγούρας των θείων σου. Τους θυμάσαι να πατάνε τα χιονισμένα πεζοδρόμια της πόλης στις Χριστουγεννιάτικες ευχετήριες κάρτες τους. Τις καλοκαιρινές τους επισκέψεις στην Αθήνα τις περίμενες πως και πως γιατί έφερναν μαζί τους εκτός από τον αμερικάνικο αέρα και δώρα τεχνολογίας που έκαναν τους συμμαθητές σου να ψάχνουν το σαγόνι τους στο πάτωμα. Κρατάς ακόμα φυλαγμένη σε κούτες στην αποθήκη, κι ας μη δουλεύει πια, εκείνη την αριθμομηχανή που υπολόγιζε νεπέριους λογάριθμους και τριγωνομετρικές συναρτήσεις και σε συντρόφευσε από το δημοτικό μέχρι τις πανελλήνιες…

“Αν υπάρχει πρόβλημα…”, σε συνεφέρει από την αναθύμηση η φωνή της Ιωάννας και το βλέμμα σου λοκάρει ξανά στο σημείο της υπογραφής. Σε καβαλάει προς στιγμή η ζήλεια κι αρχίζεις να προπονείσαι δικαιολογίες: “Έχουμε πολύ δουλειά αυτή την περίοδο”, “Λείπει η Ελένη με άδεια κυήσεως”, “Προηγείται ο Νίκος ως παλαιότερος”… Αλλά εσύ δεν είσαι τέτοια, δεν τα κάνεις αυτά. Της γνέφεις θετικά πριν καν τελειώσει την φράση της, υπογράφεις την άδεια και παλεύεις να βγάλεις το υπολοιπόμενο οκτάωρο… “Την μικρή θα την πάρετε μαζί σας;”, έδειξες να νοιάζεσαι για την τύχη της εννιάχρονης.” “Όχι. Θα κατέβει η μητέρα μου από τις Σέρρες…”.

Θα πούλαγες μέχρι και το νεφρό σου για αυτή την υπερατλαντική πτήση. Όχι απαραίτητα με προορισμό το Σικάγο, τη Νέα Υπόρκη ή το Λος Άντζελες, αλλά την Αμερική γενικά. Όχι απαραίτητα για πάντα. Έστω για λίγο. Για δύο εβδομάδες, έστω. Όχι απαραίτητα αεροπορικώς. Μωρέ, και ποντικός θα γινόσουν να τρύπωνες στο αμπάρι ενός υπερωκεάνιου, σαν κι εκείνα των Γουλανδρήδων στις αρχές του εικοστού αιώνα, που έκαναν το δρομολόγιο Πειραιάς-Νέα Υόρκη, με τελικό προορισμό κανένα ράντσο στο Γουαιόμινγκ ή στη Μοντάνα να βουρτσίζεις τη φοράδα του Brad Pitt στο Θρύλοι του Πάθους. Ακόμα και με αυτό συμβιβαζόσουν…

Πέρασε ο καιρός, η μαμά κατέβηκε από τις Σέρρες, η Ιωάννα την έκανε για Σικάγο, εσύ της κούνησες το μαντήλι του αποχεραιτισμού και πέρασες την πρώτη εβδομάδα της άδειας να την φαντάζεσαι να τρώει σε ένα από τα εικοσιπέντε εστιατόρια που φιλοξενεί η πόλη βραβευμένα με αστέρι Michelin κι έβραζες στο ζουμί σου. Ευτυχώς την δευτερη εβδομάδα την έκανες κι εσύ για το εξοχικό, έπνιξες τον καημό σου σε αρνίσιες πετσούλες και πασχαλινά κουλουράκια, πέρασε πάλι ο καιρός, επέστρεψες κι εσύ, επέστρεψε κι η Ιωάννα. Μόνο που η Ιωάννα έφυγε Σερραία κι επέστρεψε Τζουλι Μασίνο. Δύο εβδομάδες, ολημερίς με τις αμερικάνες συζύγους των συναδέλφων του άντρα της, ήταν αρκετές για να επιστρέψει πίσω με την προφορά ελαφρώς πειραγμένη. Το ‘ταυ’ έγινε λίγο πιο οδοντικό, το ‘σίγμα’ έγινε λίγο πιο συριστικό, το ‘ρο’ έγινε λίγο λιγότερο γάργαρο… Μας πέθανε μέχρι να συνέλθει, στα ‘oh my God’, στα ‘give me a brake’ και στα ‘awesome’.

Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα… H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Αμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα. Η Ιωάννα όμως αγαπάει την προϊσταμένη της, αγαπά και την ζωή της και λίγο πριν την καρυδώσεις σε ξαφνιάζει κουνώντας με νάζι μια χαρτοσακούλα. ‘Τι της έφερα εγω της προϊσταμένης μου για το blog της ε; Τιιιι;” Κι αδειάζει το περιεχόμενο στο γραφείο. Φυστικοβούτυρο με σοκολάτα, ποπ-κορν με γεύση τσένταρ, μονοδόσεις από σιρόπια σφενδάμου και αμυγδαλοβούτυρο, μπισκοτάκια φυστικοβούτυρο… Σε είχε σκλαβώσει. Αναβάλλεται η αιματοχυσία μέχρι το επόμενο ταξίδι συναδέλφου. Αρχίζεις ήδη να μαγειρεύεις την επόμενη ανάρτηση σου. Μα τι άλλο…; Παγωτό φυστικοβούτυρο.

Στο διαδίκτυο θα βρεις χιλιάδες συνταγές για παγωτό φυστικοβούτυρο. Σε παρακαλώ αγνόησε, αν με εμπιστεύεσαι, τις συνταγές που σου υπόσχονται το τέλειο παγωτό με μόνο δύο υλικά (μπανάνα-φυστικοβούτυρο). Ούτε καφέ δεν φτιάχνεις με δύο υλικά, θα φτιάξεις παγωτό φυστικοβούτυρο; Πειραματίστηκα λίγο και κατέληξα σε αυτή τη συνταγή. Το παγωτάκι αυτό είναι vegan (τι έχω πάθει τελευταία η γουρουνοφάγος με αυτούς τους νεωτερισμούς…;), έχει την υφή παρφέ σοκολάτα, ενώ ο συνδυασμός σοκολάτα-μέλι-φυστίκι εμένα μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι έτρωγα μπάρα snickers.

P.S.: Ιωάννα μου γλυκιά γκούγκλαρε σε παρακαλώ “Αράπικο Φιστίκι Αμμουδιάς Σερρών” και στο επόμενο καλόπιασμα μη μου ξενιτευτείς. Πες στην μαμά να σου στείλει κανένα βαζάκι!