Καλοκαιρινό ντοματένιο ογκρατέν με λαζάνια και σπανάκι.

… Κι έμεινες με ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου έγκλειστη για δύο εβδομάδες στο δυάρι στην Καλλιθέα με τα ρολά κατεβασμένα ελπίζοντας επί ματαίω ότι με ταβανοθεραπεία, απλυσιά και το Against All Odds στην διαπασών ο Γιώργος μία μέρα θα επέστρεφε με μία πειστική δικαιολογία να σε καθησυχάσει για την πολυήμερη απουσία του, θα αέριζε το δυάρι, θα σε έλουζε με αφρόλουτρο όχι πια δάκρυα και θα σου ψιθύριζε στο αυτί “Wouldn’t you agree, baby you and me got a groovy kind of love“. Μάταια…









Τα λευκά τυριά συνδυάζονται τέλεια με το σπανάκι και την ντομάτα.

Εκλογές 2019 και μία σκληρή οικονομικά δεκαετία μάλλον δείχνει να τελειώνει – πολύ φιλοδεξιό ακούστηκε αυτό – άντε μάζεψέ το τώρα. Πέρασαν δέκα χρόνια από το “λεφτά υπάρχουν”, από το “μαζί τα φάγαμε” και τα λοιπά τσιτάτα που έφερναν τους συνταξιούχους στα καφενεία να πιαστούν γιακά με γιακά. Δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που έκλεισε η πόρτα των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών στη μούρη μας, με τα αμερικανικά funds να καταρρέουν το ένα πίσω από το άλλο από επισφαλείς τοποθετήσεις κεφαλαίων σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Από τότε ακριβώς που κι εσύ αποφάσισες να υπηρετήσεις το ελληνικό μεσοαστικό όνειρο – που σε θέλει με ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και με ένα καλό παιδί κάτω από το κεραμίδι – και πήγες και υπέγραψες δανειακή σύμβαση στεγαστικού για εξαψήφιο ποσό δανείου – γιατί το καλό παιδί το είχες – το κεραμίδι σου έλειπε. “Θυμισέ μου λίγο τι σπούδασα…” αυτοσαρκάζεσαι ακόμα και τώρα στην παρέα σου που πήγες ως απόφοιτη οικονομικής σχολής και χρεώθηκες για το υπόλοιπο της ζωής σου για λίγα στεγασμένα τετραγωνικα την ώρα που όλος ο πλανήτης κατέρρεε απο την αγορά ακινήτων.

Βουτιά από ψηλά…

Η αποπληρωμή ξεκινά, η κρίση βαθαίνει, οι μισθοί κουτσουρεύονται κι η δόση αρχίζει να εξυπηρετείται οριακά – κυρίως με χαρτζηλίκια από γονείς – ευτυχώς σε κράτησε η ντροπή και δεν βγήκες με τριγωνάκι και μελόντικα στη γειτονιά να πείς τα κάλαντα. “Δεν πάει άλλο στη ζήτα…” σκέφτεσαι και αποφασίζεις να τσοντάρεις στον μηνιαίο προϋπολογισμό με δεύτερη απογευματινή δουλειά. Σε ρίχνει λοιπόν η βιοπάλη στα σκαλιά τηλεφωνικού κέντρου μεγάλης αλυσίδας διανομής πίτσας.

Δε θα μείνει ψίχουλο…

Η διαδικασία γνωστή. Περίπτερο, εφημερίδα, αγγελία, τηλέφωνο, βιογραφικό, συνέντευξη, δοκιμαστικό, πρόσληψη και η οδύσσεια της παραγγελιοληψίας αφράτων και πολύσπορων ζυμαριών ξεκινά και δεν τελειώνει πριν περάσουν δύο ολόκληρα χρονάκια. Τρεις με τέσσερις πεντάωρες βάρδιες την εβδομάδα – βραδυνές πάντα – σχεδόν μεταμεσονύχτιες. Όλες οι αργίες δουλεμένες. Εικοστές πέμπτες, εικοστές όγδοες, Καθαρές Δευτέρες, Μεγάλες Δευτέρες, Λαμπρές, Πρωτοχρονιές, Πρωτομαγιές, Τσικνοπέμπτες. Όλες. Για δύο χρόνια δεν χάρηκες κάτω από αυτό το κεραμίδι παρέα με εκείνο το καλό παιδί ούτε μία βραδιά eurovision. Ούτε έναν τελικό έστω του αγαπημένου σου talent show. Μέχρι και τελικό μουντιάλ λαχτάρισες να δείτε παρεούλα – εκεί σε κατήντησαν οι αλήτες.

Τι σου λεγα;

Μάθαινες τα νέα για τους τροπαιοφόρους από τους πελάτες του τηλεφωνικού κέντρου. Οι μεταμεσονύχτιες κλήσεις είχαν λίγη πάρλα παραπάνω. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται μετά τα μεσάνυχτα – η φωνή γίνεται πιο μπάσα – η ομιλία πιο αργή – η διάθεση πιο χαλαρή. Είχες αρχίσει να πιστεύεις ότι τα καλτσόνε είναι μόνο η αφορμή για επικοινωνία. Πληροφορήθηκες λοιπόν την όγδοη θέση του Γιώργου Αλκαίου από μία φοιτήτρια της φιλοσοφικής που παρήγγειλε light καρμπονάρα και diet coke, την τρίτη θέση των 48 ωρών την άκουσες με τα ίδια σου τα αυτιά από το στόμα του Σάκη – η γιαγιά που κάλεσε για την σίζαρ ήταν φαν και βαρύκοη – ενώ το νικητήριο γκολ του Αντρε Ινιέστα σου το σφύριξε αντροπαρέα εργένηδων που ζητούσε εξηγήσεις γιατι καθυστερησαν οι τρεις giga size σπέσιαλ χωρίς μανιτάρια. Κόντευες να κλείσεις δύο χρονάκια στην εταιρεία κι είχες αρχίσει να κουράζεσαι και να φλερτάρεις έντονα με την ιδέα το επόμενο δωδεκάρι της Κύπρου να σε βρει στο σαλόνι σου.

Μοσχοκάρυδο και σπανάκι οι καλύτεροι φίλοι…

Το πρωτοκολλο της παραγγελιοληψίας μελετημένο από το Τμήμα Marketing. Χαιρετίζεις. “Πίτσα Νταν καλησπέρα σας”. Επιβεβαιώνεις τα στοιχεία του πελάτη και λοιπές πληροφορίες που εμφανίζονται στην οθόνη του υπολογιστή σου:

“Γαστεράτος Γιώργος, Πετμέζα 7, Καστέλλα, 5ος όροφος, το κουδούνι δεν λειτουργεί, αναπάντητη, εκνευριστικός, δεν δίνει tips, δεν έχει ποτέ ψιλά…”

Ουπς – φροντίζεις να μην επιβεβαιώνεις τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Δέχεσαι την παραγγελία. Την καταχωρείς στο λογισμικό. Την επιβεβαιώνεις απαραιτήτως επαναλαμβάνοντάς την στον πελάτη. Ενημερώνεις για το κόστος της παραγγελίας και τον χρόνο της αναμονής. Κλικάρεις την ένδειξη “Αποστολή” και φτου κι από την αρχή – “Πίτσα Νταν καλησπέρα σας…”. Μόνο που σε εκείνη την κλήση, δεν ήταν ο Γιώργος – κι ας σε τσίμπαγε η καρδούλα σου να τον ξανακούσεις. Ήταν η φοιτήτρια με την light καρμπονάρα και την diet coke – έκανε εκείνη την παραγγελία για λογαριασμό του από το σπίτι του. Ένα ευρύχωρο ρετιρέ με θέα το Τουρκολίμανο. Το σπίτι αυτό το ήξερες καλά – και εκείνον ακόμα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργος που αγαπούσες μια βραδιά – κι ας ήταν μουτράς και τσιφούτης – και στο ρετιρέ της Πετμέζα πριν καμιά πενταετία κατασκήνωνες από Παρασκευή μεσημέρι και πήγαινες για δουλειά κατευθείαν τη Δευτέρα το πρωΐ. Μόνο που μαζί δεν παραγγέλνατε ποτέ απ’ έξω. Λάτρης της ιταλικής κουζίνας αυτός, πειραματιζόμενη new age οικιακή μαγείρισσα εσύ, δεν έχανες ευκαιρία να τον μπουκώνεις με σισιλιάνικα αραντσίνι, γεμιστά ραβιόλια, καυτερές αραμπιάτες και δροσερές πανακότες.

Αντε να τελειώσει η φωτογράφιση να φάω και το υπόλοιπο…

Όμως μια ωραία νυχτία – εντεκάτη εσπερινή – ο Γιώργος μπήκε σε λειτουργία πτήσης – αποσυνδέθηκε από κινητά, σταθερά και κουδούνια. Εξαφανίστηκε από προσώπου γής αναίτια – τέτοιο κορίτσι δεν το χωρίζεις έτσι – και απροειδοποίητα – “καληνύχτα μωράκι μου” ήταν τα τελευταία του λόγια. Κι έμεινες με ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου έγκλειστη για δύο εβδομάδες στο δυάρι στην Καλλιθέα με τα ρολά κατεβασμένα ελπίζοντας επί ματαίω ότι με ταβανοθεραπεία, απλυσιά και το Against All Odds στην διαπασών ο Γιώργος μία μέρα θα επέστρεφε με κάποια πειστική δικαιολογία να σε καθησυχάσει για την πολυήμερη απουσία του, θα αέριζε το δυάρι, θα σε έλουζε με αφρόλουτρο όχι πια δάκρυα και θα σου ψιθύριζε στο αυτί “Wouldn’t you agree, baby you and me got a groovy kind of love”. Μάταια. Αν δεν φορούσες χειλόφωνο σαν την Miley Cirus επί σκηνής θα έψαχνες από την ταραχή το ακουστικό στο πάτωμα σε εκείνη την κλήση. Όρέχτηκε μωρέ η φοιτητριούλα του περασμένες δώδεκα light καρμπονάρα και diet coke. Μετά τα μεσάνυχτα και φρυγανιά να φας κυτταρίτιδα γίνεται κι εσύ ως ανώτερος άνθρωπος την σιλουέτα των νυν των πρώην σου την προσέχεις. Κατάπιες την έκπληξή σου, διατήρησες την ψυχραιμία σου, έκανες ότι καταχωρείς την παραγγελία, την επιβεβαίωσες ως όφειλες σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ενημέρωσες για το κόστος και για τα πενήντα λεπτά αναμονής – Eurovision είναι αυτη θα περιμένετε – γκρίνιαξε λίγο από το βάθος της γραμμής το ρεμάλι της Καστέλλας – γκρίνιαξε και η δεσποινίς γιατί είχε διάβασμα την επομένη – ξεκινούσε εξεταστική οσονούπω – η πάρλα των μεταμεσονύχτιων κλήσεων που λέγαμε – σε ενημέρωσε για την όγδοη θέση του Αλκαίου κι έκλεισε τη γραμμή νομίζοντας ότι σχεδόν σε μία ώρα θα τον τάιζε στο στόμα σαν μαμά πελεκάνος καρμπονάρα χαμηλών λιπαρών. Ηθελε μισή ώρα ακόμα για να λήξει η βάρδια, αλλά είχες ήδη τερματίσει από υπομονή και αντοχές. Σηκώθηκες από τη θέση εργασίας σου χωρίς να κλικάρεις την ένδειξη “Αποστολή”, ενημέρωσες τον υπεύθυνο βάρδιας ότι στο σπίτι σε περιμένει ένα καλό παιδί που λατρεύει την ελληνική κουζίνα κι εκτιμά τους μουσακάδες σου και τα πλακί σου – σε κοίταζε σαν άλιεν – δεν καταλάβαινε λέξη από ότι του έλεγες – και παραιτήθηκες.

ογκρατέν < γαλλική au gratin: φαγητό μαγειρεμένο με επικάλυψη από τριμμένο τυρί και κύβους ψωμιού ή/και από βούτυρο.

Αυτό το καλοκαιρινό ογκρατέν δεν είναι σαν τα λευκά λιπαρά ογκρατέν που ξέρεις. Είναι ντοματένιο και σχετικά χαμηλό σε λιπαρά. Χρειάζεται κυριολεκτικά μηδενική προσπάθεια ή δεξιότητα και σε μισή ώρα είναι εκεί για σένα να το απολαύσεις. Στην καλοκαιρινή μου άδεια το τιμώ ιδιαιτέρως, ειδικά μετά τις πρωϊνές βουτιές που ο χρόνος τρέχει ανάποδα και η πείνα είναι θεριό. Ιδανική λύση ακόμα και για να εντυπωσιάσει έναν ορκισμένο εργένη μία φοιτήτρια φιλοσοφικής. Καλή επιτυχια!

Μοσχαρίσια σνίτσελ με τραγανές πατάτες σωτέ και ξινή κρέμα.

… “Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα …













H συναυλία του φετινού καλοκαιριού σίγουρα δεν είναι τα 30 χρόνια Καίτη Γαρμπή στο Αίθριο Θέατρο – αυτό το κάτι που θέλεις έχει σκληρότερο ανταγωνισμό. Δεν είναι ούτε οι Cure στo Eject Festival – αν και θα τους αγαπάς για πάντα, however long you stay, που λέει και το Lovesong. Ούτε οι Dream Theatre στο Gazi Music Hall – κι ας παρακαλάς να έρθει η ρημάδα η ώρα να καμαρώσει ο καλός σου από κοντά τον John Petrucci να γαργαλάει με προγκρεσιβιές τα τάστα της ηλεκτρικής του κιθάρας, μήπως και ξεμπουκώσει και κατέβουν λίγο τα ντεσιμπέλ στο σπίτι σας. Δεν είναι ακόμα-ακόμα ούτε ο Μάλαμας στο Θέατρο Βράχων – δεν θέλω να μου πικρένεσαι Σωκρατάκο μου, ειδικά εσύ θα με δικαιολογήσεις παρακάτω.Για την φετινή συναυλία δε θα χρειαστεί καν να στηθείς σε ουρές στο Ticket House ή στο Public – δεν έχει καν εισιτήρια. Για την ακρίβεια, μοναδικο εισιτήριο είναι μία οικογενειακή πίτσα ή ένα κουτί σφολιατοειδή από τον φούρνο της γειτονιάς σου – όχι δεν είναι συναυλία “όλοι μαζί μπορούμε” του ΣΚΑΙ. Η συναλία του φετινού καλοκαιριού δόθηκε την περασμένη Παρασκευή στο προαύλιο του Μουσικού Σχολείου Αλίμου και ευτυχώς ήσουν εκεί.

Το χρυσομπρονζέ χρώμα τους τα λέει όλα…

Η πρόσκληση ήρθε από καραμπόλα – δεν φαντάστηκε ποτέ η Ξανθίππη, εφηβική φίλη και συμμαθήτρια, ότι θα ενδιαφερόσουν να συνοδεύσετε την πρωτότοκη κόρη της στην σχολική γιορτή αποφοίτησης, ενώ δεν συμμετέχει καν φέτος στα μουσικά δρώμενα – τα πρωτάκια θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι του χρόνου. “Εννοείται”, είπες χωρίς δεύτερη σκέψη και δικαιωθηκες γι αυτό. Φτάσατε από νωρίς στο σχολείο κι αράξατε στην τσιμεντένια κερκίδα του προαυλίου, αφού αφήσατε το εισιτήριο – ζαμπονοτυροπιτάκια – στην υπεύθυνη του μπουφέ. Δεν χόρταινες να κοιτάς τους μαθητευόμενους οργανοπαίκτες να επιδίδονται σε πολύωρο sound check, να σετάρουν και την παραμικρή λεπτομέρεια στην ποιότητα του ήχου, κάνοντας νοήματα στον ηχολήπτη-καθηγητή τους στην άλλη άκρη του προαυλίου και να κουρδίζουν ευλαβικά τα όργανά τους – δεν ξέρω πως ακούστηκε αυτό.

Αυτή δεν είναι πατάτα…

“Αγαπητά μου παιδιά…”, άνοιξε πρωτότυπα την βραδιά ο διευθυντής του σχολείου με ένα μακροσκελή λόγο-ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε – μοιράζοντας χασμουρητά all over the place. Αφού εξαρθρώθηκαν οι σιαγόνες σας, πήραν τη σκυτάλη τα μουσικά σύνολα και ξαναβρήκαν ευτυχώς όλοι τη διάθεσή τους. Bυζαντινά, παραδοσιακά, τζαζ, ροκ… απ’ όλα είχε ο μπαξές. Λιλιπούτιοι Μαραβέγιες με φλοράρ πουκάμισα και ιταλικό μπρίο σε προσκάλεσαν με τεχνικές bel canto να πέσεις πολύ χαμηλά – κι ας μη σε λένε Λόλα. Μικρές Μανταλένες Peyroux σε ταξίδεψαν στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης με φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς και φαλτσετοψηλές – τόσους κύκλους Voice τα έχεις μάθει όλα πια. Έφηβοι Φρέντηδες σε απείλησαν με την γροθιά τους υψωμένη στον αέρα “we will rock you” κι εσύ τους απάντησες “καλώς να ορίσετε”. Μικρογραφίες του Λεονάρδου Κοέν σου άπλωσαν το χέρι να τους χορέψεις to the end of love – αν επιστρέφατε στα θρανία η Ξανθίππη θα χόρευε σίγουρα τον τρομπετίστα και πρόεδρο του δεκαπενταμελούς – πάντα την γοήτευαν άλλωστε τα γαλόνια και τα αξιώματα – ενώ εσυ θα χόρευες τον εσωστρεφή μπασίστα με την κρικάρα στο αυτί και τη φαρδιά τζιν βερμούδα. Μικρόσωμοι Θαλασσινοί απορούσαν ποιος σου έμαθε τα σμυρνέικα τραγούδια κι εσύ τα έλεγες και τα ξανάλεγες και δάκρυζες από συγκίνηση και δέος στην διαπίστωση ότι ακόμα κι ο χειρότερος μαθητής στο σχολείο αυτό θα αποφοιτήσει ως σολίστ βιολιού, ακορντεόν ή πιάνου, έχοντας δαμάσει την σχιζοφρένια της εφηβείας του με νότες και ημίτονα.

Πανάρισμα: αλεύρι, τινάζεις, αυγό, στραγγίζεις, γαλέτα, done!

Στο μεγάλο διάλειμμα, στα μισά της συναυλίας, θυμηθήκατε με την παιδική σου φίλη αναπόφευκτα και τα δικά σας. Δεν είχατε την τύχη να αποφοιτήσετε από μουσικό λύκειο αλλά είχατε την τύχη να σας διδάξουν ολοκληρωτικό λογισμό και συνδυαστική δύο φιλότεχνοι Μαθηματικοί – Μενεξής – Βαρελόπουλος – που δεν άφηναν σχολική χρονιά να λήξει χωρίς πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις και μουσικά αφιερώματα. Το διάλειμμα τέλειωσε, πιατάκια μιας χρήσης πήγαν και ήρθαν από και προς τον μπουφέ, οι καλλιτέχνες ξεμούδιασαν δάχτυλα και φωνητικές χορδές, εσείς αδειάσατε τις κύστες σας στις τουαλέτες του σχολείου – παραμένουν τούρκικες με μαντεμένο καζανάκι νιαγάρα – και το δεύτερο μισό ξεκίνησε με ένα μικρό σατιρικό κείμενο των δύο πιο δημοφιλών καθηγητών του σχολείου – αφιερωμένο στην τρίτη λυκείου και στα καμώματά της. Αφιερωμένο δηλαδή στην πίσω αυλή του σχολείου που εκτελούσε χρέη καπνιστηρίου, στα μεθύσια της πενταήμερης, στις φάρσες στη Θρησκευτικού – πάντα αυτή τα τραβάει όλα – και σε πολλά πολλά άλλα…

Η αγία τρίας των σνίτσελ.

Την βραδιά έκλεισε – προχωρημένες δώδεκα – η ροκ μπάντα του σχολείου με αγαπημένα κλασικά, με τα αγόρια να αλληλοσπρώχνονται σχιζοειδώς στο Smells like teen spirit, με αναπτήρες να κουνιούνται ρυθμικά στις μπαλάντες των Scorpions, με τσιγάρα σαν μεγάλες κιμωλίες να ανάβουν και να μη λένε να σβήσουν στα μελοποιημένα των Πυξ-Λαξ.

Αξέχαστη βραδιά. Την κουβάλησες μαζί σου όλο το Σαββατοκύριακο. Θα ήθελες όλα τους να ήταν παιδιά σου. Ειδικά ο μπασίστας. Έστω κι ο τρομπετίστας. Τους φαντάζεσαι να γυρνάνε σπίτι από το σχολείο, ξεκάθαρα αργοπορημένοι, βρωμοκοπώντας βενζολιο και νικοτίνη – με τον καπνό κρυμμένο στην αρβίλα, λες κι η μάνα τους τον έκρυβε αλλού τον καπνό, δε θα τον έβρισκε- και να την καλοπιάνουν με μαλαγανιές του τύπου “Φτοιάξε ρε μάνα εκείνο το τέλειο σνίτσελ με τις φανταστικές τραγανές πατάτες και την μοναδική sour cream που μόνο εσύ ξέρεις να φτοιάχνεις τόσο ωραία, να φάει ο γιόκας σου ο μονάκριβος…”. Εσύ πάντως ξέρεις ποια θα ήταν η τιμωρία τους. Θα τους έβαζες να σου παίξουν και τα 160 λεπτά από το live του Van Morrison στο Montreux Jazz Festival να μάθουν τα παλιόπαιδα…

yummy yummy…

Μην ακους σνίτσελ και τραγανές πατάτες και αρχίζεις να μετράς θερμίδες. Δεν θα τηγανίσεις deep fry στο υπόσχομαι. Μοσχαρίσια είναι τα σνιτσελ από άπαχο νουά τα οποία θα τα περάσεις από το τηγάνι με ελάχιστο λαδάκι, όπως και τις πατάτες που θα προβράσεις ελαφρώς. Φτοιάξε το για τον έφηβο γιό σου, για τον έφηβο γκόμενό σου ή για τον έφηβο εαυτό σου που τον παράτησες στα θρανία και στα προαύλια του σχολείου σου και είναι ακόμα εκεί και σε περιμένει να επιστρέψεις. Καλή επιτυχία!

Η caprese μου.

… κι ο μικρός Γιαννάκης ζωσμένος σαν βομβιστής αυτοκτονίας με σωσίβιο γιλέκο, κουλούρα, μπρατσάκια κι αφρολέξ μακαρόνι, κι η μητέρα του με το πηρούνι και το τάπερ ένα βήμα πίσω του να τον κηνυγά να κουμπώσει το δεκατιανό του, κι ο τύπος που έφαγε τα μισθά των προηγούμενων μηνών κάτω από λάμπες φθορίου -μην τον βλέπεις που γυαλίζει σαν λουστρίνι, δεν είναι από το δεκαπεντάρι piz buin το μαύρισμά του- κι οι μαθητευόμενοι ψαράδες που θα ταΐζουν και φέτος τα ψαράκια από τα βράχια και θα επιστρέφουν με τον κουβά άδειο σπίτι… Ήταν όλοι τους εκεί. “Σχεδόν όλοι…”, σαν να συννέφιασες ξαφνικά…













Η πρώτη βουτιά του καλοκαιριού είναι πλέον γεγονός. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το λες ακριβώς βουτιά. Οταν σου παίρνει μία ώρα να βυθίσεις τον αφαλό σου κι άλλο τόσο το πηγούνι σου, μάλλον δεν το λές βουτιά. Η θάλασσα του Ιουνίου είναι κατά κοινή ομολογία μπουζερή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα αποχαιρετίσεις το πρώτο καλοκαιρινό σαββατοκύριακο στο εξοχικό στεγνή κι ανάλμυρη. Κίνησες λοιπόν παρέα με τον καλό σου την πρώτη Κυριακή του Ιουνίου, πρωί μεν, αλλά λίγο αργότερα από ότι συνηθίζετε -ν’ ανέβει λίγο ο ήλιος γιατί κοτοπουλιάζεις ακόμα στην σκιά- για την αγαπημένη σας παραλία.

Κόλπος μικρός, βοτσαλωτή ακτή, ανοργάνωτη -σαν κι εσένα- με απότομη κλίση και δροσερά βαθειά νερά. Τον παράτησες να παιδεύεται να στήσει το τσαρδί σας -ομπρέλες, καρεκλάκια, ψάθες, πετσέτες- κι έτρεξες με το που φτάσατε για απλωτές, πετώντας πίσω σου καφτάνια και σαγιονάρες. Την πλήρωσες όμως τη γαϊδουριά σου γιατί η βουτιά δεν ήρθε ποτέ. Έμεινες με τους μηρούς, μισούς μέσα-μισούς έξω από το νερό για κανένα τέταρτο μέχρι να πάρεις απόφαση να προχωρήσεις. Έστεκες εκεί, μόλις ένα μέτρο από την ακτή και χαζογελούσες στον καλό σου που ίδρωνε για την σκιά σας, αλλά για βουτιά ούτε λόγος. Μούδιασαν τα κάτω άκρα σου λες και σου είχε χορηγηθεί επισκληρίδειος αναλγησία. Πήρε το μάτι σου μια ογδοντάχρονη που αναδύθηκε μέσα από το νερό σαν το υποβρύχιο Παπανικολής, σε πήρε η ντροπή, μονολόγησες the time is now και αυτό ήταν. Η πρώτη “βουτιά” ήταν γεγονός.

Αφού έπιασες θερμοκρασία κουνώντας χέρια πόδια σαν τρελή με κομμένη την ανάσα, άρχισες να χαζεύεις τις λιγοστές παρέες έξω στην ακτή και διαπίστωσες ότι όλοι οι εξοχικάριοι ήταν εκεί και φέτος. Και οι έφηβες followers της Kendall Jenner να χαρίζουν πόζες στο φακό του Instagram με χειλάκια τουρλωτά -ελπίζοντας να έχουν την τύχη της καλλονής σε followers, likes και φράγκα- κι ο σωματώδης με τα δερματόστικτα μπράτσα – ασπίδες, δόρατα, περικεφαλαίες, τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους… καταλαβαίνεις τωρα…- κι ο μικρός Γιαννάκης ζωσμένος σαν βομβιστής αυτοκτονίας με σωσίβιο γιλέκο, κουλούρα, μπρατσάκια κι αφρολεξ μακαρόνι, κι η μητέρα του με το πηρούνι και το τάπερ ένα βήμα πίσω του να τον κηνυγά να κουμπώσει το δεκατιανό του, κι ο τύπος που έφαγε τα μισθά των προηγούμενων μηνών κάτω από λάμπες φθορίου -μην τον βλέπεις που γυαλίζει σαν λουστρίνι, δεν είναι από το δεκαπεντάρι piz buin το μαύρισμά του- κι οι μαθητευόμενοι ψαράδες που θα ταΐζουν και φέτος τα ψαράκια από τα βράχια και θα επιστρέφουν με τον κουβά άδειο σπίτι… Ήταν όλοι τους εκεί. “Σχεδόν όλοι…”, σαν να συννέφιασες ξαφνικά.

“Paparazzi και μοντέλα, ηθοποιοί αποτυχημένοι αφού όλοι διασκεδάζουνε γιατί είσαι λυπημένη;”, θυμήθηκες τους στίχους των Ημιζ και θέλεις να βγεις από τη θάλασσα και να θρηνήσεις σαν την Ελπίδα “Όμως δεν ήηηρθες εσυυυυυυυύ, το χαμοοοόγελοοοοό σουουουουου…”. Δυστυχως, το φετινό καλοκαίρι θα ξημερώνεσαι με την παρέα σου στην αγαπημένη σου παραλία χωρίς το χαμόγελο του καντινιέρη όταν θα του αδειάζεις το ψυγείο με τις μπύρες -γιατί έτσι σου αρέσει-, όταν θα του βάζεις τις παραγγελίες για τα κεμπάπ δέκα-δέκα, όταν θα σου σερβίρει τον πρώτο πρωινό εσπρέσσο δίπλα στο κύμα, όταν θα κερνάς γρανίτες τα πιτσιρίκια των φίλων σου… Η καντίνα ήταν εκεί πιστή στο ραντεβού της, με τα τραπεζοκαθίσματα όμως στιβαγμένα και σκονισμένα κι ο καντινιέρης πουθενά. Κυκλοφόρησε ότι κάτι πήγε λάθος με τον πλειοδοτικό διαγωνισμό του δήμου κι έμεινε φέτος η καντίνα χωρίς καντινιέρη. Προς στιγμή σκέφτεσαι το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ και λές, ναι ρε, αυτοδιαχείριση, εγώ θα την δουλέψω την καντίνα, αλλά ξέρεις πολύ καλά πως τίποτα από όλα αυτά δε θα γίνει.

Όχι τίποτα άλλο… Αλλά σήμερα πόνταρες στον καντινιέρη, έτσι για κάτι πρόχειρο, να σβήσει τις μεσημεριανές λιγουρίτσες που συντομεύουν την παραμονή σας στην παραλία και σας γυρνάνε σπίτι και σε κλείνουν στην κουζίνα καλοκαιριάτικα να ψήνεσαι και να ψήνεις. Κολυμπήσατε, λιαστήκατε, ξανακολυμπήσατε, ξαναλιαστήκατε, οι λιγουρίτσες ήρθαν, η καντίνα κλειστή, γυρίσατε αναπόφευκτα σπίτι αναρωτούμενοι “…και τώρα τι τρώνε…;”. Στην κατάψυξη φωλιάζαν έτοιμα μπιφτεκάκια κοτόπουλου γιατί προνόησες την τελευταία φορά που ζύμωσες κιμά. Έκανες και την αγαπημένη σου σαλάτα caprese κι έπνιξες εκεί τον καημό της φετινής απώλειας των εξοχικών διακοπών…

Πριν βιαστείς να μου προτάξεις το δάχτυλο σου κάτω από τη μύτη μου και να με κατακρίνεις ότι σνομπάρω το εθνικό μας σαλατικό, την τουριστική μας ατραξιόν, το main course των βορειοευρωπαίων επισκεπτών μας, έχω μια ερωτηση για σένα. Ειλικρινά τώρα δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια, τόσα μεσημέρια, τόσα τραπεζώματα, τις βούτες στην χωριάτικη; Όχι ε..; Εντάξει, ουτε κι εγώ. Αλλά μία αλλαγή την χρειαζόμαστε ενίοτε φίλε αναγνώστη δεν νομίζεις…; Η σαλάτα του φετινού καλοκαιριού θα έχει ντοματίνια, αγγουράκια, μοτσαρέλα, βασιλικο και λιαστη ντομάτα. Θυμίζει caprese αλλά δεν είναι… Εύχομαι να την φτιάξεις. Καλή επιτυχία!

Σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με σάλτσα ντομάτας.

…Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του…





“Παυλάτος…;”, είχαν αμοληθεί οι τραπεζοκόμοι στους θαλάμους και ταυτοποιούσαν τους ασθενείς για να μοιράσουν το βραδινό. Ελαφρύ φιδέ για όσους χειρουργηθούν την επομένη το πρωΐ, βραστό κοτόπουλο με πουρέ για τους υπόλοιπους. Το αντίστροφο θα είχε δυσάρεστες συνέπειες για όλους, γιατρούς, ασθενείς και συγγενείς, γι αυτό θέλει προσοχή. Κινητοποιούνται οι συνοδοί και αρχίζουν να ταΐζουν τους χειρουργημένους. Ο δικός σου αυτοεξυπηρετείται καθότι αργεί η δική του η σειρά. Χειρουργείται μεθαύριο. Εντέκατο κατά σειρά χειρουργείο στο ενεργητικό του, ευτυχώς αναίμακτο αυτή την φορά, με τοπική αναισθησία και βραχεία νοσηλεία. Αδυναμία έλξης της ακροπροσθίας του πέους, η πάθηση. Kοινώς φίμωση. Κυκλική αφαίρεση της ακροπροσθίας και αποκάλυψη της βαλάνου, η θεραπεία. Κοινώς περιτομή. Yeap. That’s right…

Αν τον έλεγαν Αφζούλ και είχε γεννηθεί στην Μαλαισία τώρα θα την είχε γλιτώσει. Θα τον είχε πάρει στα εννιά του από το χέρι η μαμά του, θα τον ξάπλωνε δίπλα από τους υπόλοιπους συνομήλικούς του στο τζαμί της γειτονιάς, θα τον ακινητοποιούσε ο πατέρας του με μία λαβή μουάι τάι, μην τυχόν και τους την σκάσει τελευταία στιγή, και μέχρι να πει “περιτομή” θα είχε ήδη επιστρέψει στον κήπο της αυλής του σπιτιού του να θάψει την ακροπροσθία του, όπως ορίζει η ισλαμική θρησκευτική παράδοση. Ωστόσο, τον λένε Λάζαρο, έχει γεννηθει στην Ελλάδα, είναι εβδομήντα εννιά και όχι εννιά, συνοδεύεται από την κόρη του και όχι από την μαμά του και η ακροπροσθία του θα ταφεί στον κάδο νοσοκομειακών απορριμμάτων της Ουρολογικής Κλινικής του Ειδικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιώς Μεταξά.

“Ζαφειρίου…;”, συνεχίζει η διανομή των δίσκων. “Είναι στην τουαλέτα, αφήστε το εδώ…” διευκολύνει την κατάσταση ο πατέρας σου. “Γκοτζαμάνης…;” “Πήρε εξιτήριο αργά το μεσημέρι. Δεν σας ενημερώσαν…;” διευκρινίζει ο Παυλάτος. “Στα τσακίδια…” σιχτιρίζει ο πατέρας σου μέσα από τα δόντια του ανακατέυοντας ανόρεκτα τον πουρέ του. Θα σου εξηγούσε λίγο αργότερα ότι συστήθηκαν με τον “ακατανόμαστο” στην ουρά, στο γραφείο κίνησης ασθενών, περιμένοντας για την εισαγωγή και διαπίστωσε ότι ήταν σόι με τον οδηγό του τρικύκλου που έφαγε τον Λαμπράκη. Ο πατέρας σου αφιέρωσε την νιότη του στη νεολαία Λαμπράκη και θα μπορούσε στην μνήμη του να του είχε δαγκώσει την ακροπροσθία με την τεχνητή του οδοντοστοιχία, να του την είχε φτύσει στην μούρη και να του είχε δώσει εξιτήριο αυθημερόν. Εκεί. Επιτόπου. Στο γραφείο κίνησης ασθενών.

Παρόλα αυτά, υπερίσχυσε η ψυχραιμία και αρκέστηκε να απομονωθεί, κατά την διάρκεια της κοινής τους νοσηλείας στο διακόσια πέντε, τραβώντας απλά την κουρτίνα μεταξύ των κλινών τους. Χωρίστηκαν λοιπόν προσωρινά από τραπέζης και κοίτης κι απεφεύχθη έτσι το χειρότερο. Λίγες μέρες μετά μεταφέρθηκε κι ο κυρ Λάκης στο μονόκλινο του διακόσια ένα, οπότε η σύρραξη ματαιώθηκε οριστικά. Δεν ματαιώθηκε ωστόσο κι η εξιστόρηση για εντέκατη φορά (όσα και τα νυστέρια που τον ακούμπησαν) του ένδοξου αγωνιστικού του παρελθόντος, και όχι μόνο…

Τέτοιες αναδρομές τις συνηθίζει λίγο πριν τα χειρουργεία, κάτι σαν επιθανάτια εμπειρία. Περνά όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του κι αρχίζει… Ξεκινά με τον ξεριζωμό των γονιών του από την Σμύρνη, τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, τις εφηβικές του βόλτες στο Πεδίον του Άρεως… “Ανέβαινα στα δέντρα κι έπιανα χρυσόμυγες, τις έδενα με κλωστή και τις πουλούσα μια δραχμή στα πλουσιόπαιδα που σύχναζαν στο άλσος με τις νταντάδες τους…” ακούς και ξανακούς τα κατορθώματά του, αλλά ρίχνεις και καμιά κλεφτή ματιά στον θάλαμο, μην τυχόν και νοσηλεύεται κανένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής κι ενοχληθεί με την παραβίαση των δικαιωμάτων της χρυσόμυγας την δεκαετία του ’50. Σημείο των καιρών βλέπεις…

“Μπαμπά φάε τον πουρέ σου γιατί θα χρειαστώ εγώ σε λίγο ουρολογική περίθαλψη…”, του έκοβες την φόρα ευγενικά, γιατί την εκτιμάς τη διαδρομή του, αλλά η αλήθεια είναι ότι σου τα είχε πρήξει και λίγο. Μην ξεχνιόμαστε. Εντέκατο χειρουργείο. Εντέκατη ανασκόπηση. Δικαιολογείται η αγανάκτησή σου. Αλλά κόβεται η φορά του; Συνεχίσαμε λοιπόν με τα μαθητικά του χρόνια στο 5ο γυμνάσιο αρρένων Εξαρχείων και τις άριστες επιδόσεις του στα Γαλλικά και στα Μαθηματικά, για τα δύσκολα χρόνια της επταετίας, για τον θείο Μίμη που σε μια νύχτα τον έκαναν Οικονομικό Διευθυντή του επικουρικού ταμείου της Χωροφυλακής (εντόπισε λογιστικό σφάλμα που έβγαζε το ταμείο βαθειά ελλειμματικό) και σε μια νύχτα τον ξύλωσαν (εντόπισε η Διοίκηση του Ταμείου ιδεολογικό σφάλμα λόγω κομμουνιστικού φρονήματος) κι αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί του στην οικοδομή (βοηθό ελαιοχρωματιστή) για να βιοποριστεί, για τα χρόνια στην νεολαία Λαμπράκη, για την δράση του στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά…

“Είμασταν διαόλια όμως κι εμείς… Αφήναμε με τον Μιμάκο διακριτικά-διακριτικά μία στοίβα με τρικάκια της ΕΔΑ στην άκρη του δρόμου, πίσω από μία κολώνα, έξω από το αστυνομικό τμήμα με τους αστυνομικούς παρόντες, κάτω από τη μύτη τους δηλαδή, και φέυγαμε σφυρίζοντας ανέμελα για το αμάξι. Περνούσαμε μετά φουλαριστοί με το αμάξι μπροστά από το σημείο της στοίβας, τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και τα σκορπούσε σαν κομφετί σε όλη την περιοχή. Γινόταν το αστυνομικό τμήμα σαν Bal masqué στην Πλάκα. Πλαστικά ρόπαλα και καραμούζες έλειπαν μόνο. Έβγαζαν τρικάκια ακόμα και μέσα από τις τσέπες τους οι αστυνομικοί. Έπεφταν μετά οι καμπάνες που δεν μας πήρανε πάλι χαμπάρι. Να έβλεπες μόνο τα απορημένα πρόσωπά τους…” αδυνατεί να συνεχίσει την αφήγηση κλαίγοντας σχεδόν από τα γελια.

“Μπαμπά άσε τα γέλια και τρώγε μαζεύουν τους δίσκους…” κάτι η κοτοπουλίλα, κάτι η μόνιμη οσμή αμμωνίας στην πτέρυγα, κάτι η ανασκόπηση που δεν έριχνε τίτλους τέλους, η υπομονή σου στέρευε.

“Τι να φάω μωρέ; Πουρέ με βραστό κοτόπουλο; Να ήταν σουτζουκάκια σμυρνέϊκα με μπόλικη σάλτσα ντομάτας, όπως τα έκανε η γιαγιά σου η Φωτεινή να τα έτρωγα πολύ ευχαρίστως…”, σου άφησε την παραγγελία του διακριτικά-διακριτικά, όπως τα τρικάκια πίσω από την κολώνα, χαμογελώντας πονηρά…

Χαλάς χατήρι σε χειρουργημένο άνθρωπο; Δε χαλάς. Την επομένη λοιπόν του εξιτηρίου άρχισα να ψάχνω τη συνταγή της Σμυρνιάς γιαγιάς μου, αλλά μάταια. Δεν βρήκα τίποτα. Κι όταν δεν ξέρεις τι κάνεις; Γκουγκλάρεις. Γκούγκλαρα, γκούγκλαρα, γκούγκλαρα και βρήκα χίλιες δυο συνταγές, όλες διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά όλες αυθεντικές σμυρνέικες. Επειδή δεν είχα σκοπό να κάνω τη διατριβή μου στον σμυρνέικο κεφτέ, πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου ο οποίος ευτυχώς θυμόταν τουλάχιστον τα σημεία κλειδιά της συνταγής: λιπαρός μοσχαρίσιος κιμάς μόνο, όχι αυγό, όχι φρυγανιά ή ψωμί, μπόλικο σκόρδο και κύμινο, ένα κρεμμύδι τριμμένο κι ένα σωταρισμένο για εξτρα νοστιμιά, τέσσερις-πέντε χουφτίτσες νεράκι για το πλάσιμο, λίγο ξύδι, σίγουρα δυόσμο-μαϊντανό… Αυτά θυμόταν, αυτά μου είπε, αυτά εφάρμοσα, κι έκανα κάτι σουτζουκάκια μούρλια! Κάνε τα κι εσύ για τον χειρουργημένο πατέρα σου ή όποιον άλλον αγαπάς. Καλή επιτυχία!

Παγωτό Μπανάνα – Φυστικοβούτυρο.

…Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα. H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Aμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα…













Επιστρέφεις από το γραφείο της διευθύντριας μετά από πολύωρη κατσάδα εφ’ όλης της ύλης και είσαι έτοιμη να φας το πληκτρολόγιο από τα νεύρα σου. Σε προλαβαίνει όμως ένα έντυπο αδείας, συμπληρωμένο από την καινούρια συνάδελφο του τμήματος, διάρκειας δύο εβδομάδων, το διάστημα αμέσως πριν το Πάσχα, κι έτσι γλιτώνει προσωρινά το λιντσάρισμα το πληκτρολόγιο, όχι όμως και η συνάδελφος… “Που θα πάς ρε Ιωάννα και θέλεις δύο εβδομάδες άδεια; Στους Αγίους Τόπους;” Δεν την φανταζόσουν την απάντησή της και η αλήθεια είναι ότι πολύ σε πίκρανε: “Θα συνοδεύσω τον σύζυγό μου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σικάγο…”.

Νοιώθεις να καίγεται το φλεβικό σου συστημα από τοξική ζήλεια. Κρατιέσαι να μη φας το χαρτί. Κοιτάς το έντυπο στο σημείο της υπογραφής μα το βλέμμα σου είναι κενό. Ο λογισμός σου αποχώρησε από την αίθουσα, τροχοδρομεί στον αεροδιάδρομο του “Ελευθεριος Βενιζέλος” και προσγειώνεται στη Michigan Avenue. Περπατάς το Magnificent Mile κι έχεις το νού σου μην τυχόν και δεις στον καθρέπτη των πολυόροφων κτιρίων την αντανάκλαση της φιγούρας των θείων σου. Τους θυμάσαι να πατάνε τα χιονισμένα πεζοδρόμια της πόλης στις Χριστουγεννιάτικες ευχετήριες κάρτες τους. Τις καλοκαιρινές τους επισκέψεις στην Αθήνα τις περίμενες πως και πως γιατί έφερναν μαζί τους εκτός από τον αμερικάνικο αέρα και δώρα τεχνολογίας που έκαναν τους συμμαθητές σου να ψάχνουν το σαγόνι τους στο πάτωμα. Κρατάς ακόμα φυλαγμένη σε κούτες στην αποθήκη, κι ας μη δουλεύει πια, εκείνη την αριθμομηχανή που υπολόγιζε νεπέριους λογάριθμους και τριγωνομετρικές συναρτήσεις και σε συντρόφευσε από το δημοτικό μέχρι τις πανελλήνιες…

“Αν υπάρχει πρόβλημα…”, σε συνεφέρει από την αναθύμηση η φωνή της Ιωάννας και το βλέμμα σου λοκάρει ξανά στο σημείο της υπογραφής. Σε καβαλάει προς στιγμή η ζήλεια κι αρχίζεις να προπονείσαι δικαιολογίες: “Έχουμε πολύ δουλειά αυτή την περίοδο”, “Λείπει η Ελένη με άδεια κυήσεως”, “Προηγείται ο Νίκος ως παλαιότερος”… Αλλά εσύ δεν είσαι τέτοια, δεν τα κάνεις αυτά. Της γνέφεις θετικά πριν καν τελειώσει την φράση της, υπογράφεις την άδεια και παλεύεις να βγάλεις το υπολοιπόμενο οκτάωρο… “Την μικρή θα την πάρετε μαζί σας;”, έδειξες να νοιάζεσαι για την τύχη της εννιάχρονης.” “Όχι. Θα κατέβει η μητέρα μου από τις Σέρρες…”.

Θα πούλαγες μέχρι και το νεφρό σου για αυτή την υπερατλαντική πτήση. Όχι απαραίτητα με προορισμό το Σικάγο, τη Νέα Υπόρκη ή το Λος Άντζελες, αλλά την Αμερική γενικά. Όχι απαραίτητα για πάντα. Έστω για λίγο. Για δύο εβδομάδες, έστω. Όχι απαραίτητα αεροπορικώς. Μωρέ, και ποντικός θα γινόσουν να τρύπωνες στο αμπάρι ενός υπερωκεάνιου, σαν κι εκείνα των Γουλανδρήδων στις αρχές του εικοστού αιώνα, που έκαναν το δρομολόγιο Πειραιάς-Νέα Υόρκη, με τελικό προορισμό κανένα ράντσο στο Γουαιόμινγκ ή στη Μοντάνα να βουρτσίζεις τη φοράδα του Brad Pitt στο Θρύλοι του Πάθους. Ακόμα και με αυτό συμβιβαζόσουν…

Πέρασε ο καιρός, η μαμά κατέβηκε από τις Σέρρες, η Ιωάννα την έκανε για Σικάγο, εσύ της κούνησες το μαντήλι του αποχεραιτισμού και πέρασες την πρώτη εβδομάδα της άδειας να την φαντάζεσαι να τρώει σε ένα από τα εικοσιπέντε εστιατόρια που φιλοξενεί η πόλη βραβευμένα με αστέρι Michelin κι έβραζες στο ζουμί σου. Ευτυχώς την δευτερη εβδομάδα την έκανες κι εσύ για το εξοχικό, έπνιξες τον καημό σου σε αρνίσιες πετσούλες και πασχαλινά κουλουράκια, πέρασε πάλι ο καιρός, επέστρεψες κι εσύ, επέστρεψε κι η Ιωάννα. Μόνο που η Ιωάννα έφυγε Σερραία κι επέστρεψε Τζουλι Μασίνο. Δύο εβδομάδες, ολημερίς με τις αμερικάνες συζύγους των συναδέλφων του άντρα της, ήταν αρκετές για να επιστρέψει πίσω με την προφορά ελαφρώς πειραγμένη. Το ‘ταυ’ έγινε λίγο πιο οδοντικό, το ‘σίγμα’ έγινε λίγο πιο συριστικό, το ‘ρο’ έγινε λίγο λιγότερο γάργαρο… Μας πέθανε μέχρι να συνέλθει, στα ‘oh my God’, στα ‘give me a brake’ και στα ‘awesome’.

Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι, δύο εβδομάδες βλέπαμε selfies. H Ιωάννα στoυς κήπους του Millenium Park, η Ιωάννα μπροστά από το Cloud Gate, η Ιωάννα βαρκάδα με ποταμόπλοιο στο Chicago River να χαζεύει τους ουρανοξύστες που τρυπούσαν τον αμερικάνικο ουρανό (και την καρδούλα μου), η Ιωάννα στα μουσεία, η Ιωάννα στο Ινστιτούτο Τέχνης… Tο μαρτύριο δεν τελείωνε με τίποτα… H Ιωάννα στο Alinea (τρία αστέρια Michelin) να τρώει από τα χεράκια του Grant Achatz χωρίς να πληρώσει μία (δωράκι των Αμερικάνων…). “Enough is enough”, μονολογείς κι είσαι έτοιμη να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα. Η Ιωάννα όμως αγαπάει την προϊσταμένη της, αγαπά και την ζωή της και λίγο πριν την καρυδώσεις σε ξαφνιάζει κουνώντας με νάζι μια χαρτοσακούλα. ‘Τι της έφερα εγω της προϊσταμένης μου για το blog της ε; Τιιιι;” Κι αδειάζει το περιεχόμενο στο γραφείο. Φυστικοβούτυρο με σοκολάτα, ποπ-κορν με γεύση τσένταρ, μονοδόσεις από σιρόπια σφενδάμου και αμυγδαλοβούτυρο, μπισκοτάκια φυστικοβούτυρο… Σε είχε σκλαβώσει. Αναβάλλεται η αιματοχυσία μέχρι το επόμενο ταξίδι συναδέλφου. Αρχίζεις ήδη να μαγειρεύεις την επόμενη ανάρτηση σου. Μα τι άλλο…; Παγωτό φυστικοβούτυρο.

Στο διαδίκτυο θα βρεις χιλιάδες συνταγές για παγωτό φυστικοβούτυρο. Σε παρακαλώ αγνόησε, αν με εμπιστεύεσαι, τις συνταγές που σου υπόσχονται το τέλειο παγωτό με μόνο δύο υλικά (μπανάνα-φυστικοβούτυρο). Ούτε καφέ δεν φτιάχνεις με δύο υλικά, θα φτιάξεις παγωτό φυστικοβούτυρο; Πειραματίστηκα λίγο και κατέληξα σε αυτή τη συνταγή. Το παγωτάκι αυτό είναι vegan (τι έχω πάθει τελευταία η γουρουνοφάγος με αυτούς τους νεωτερισμούς…;), έχει την υφή παρφέ σοκολάτα, ενώ ο συνδυασμός σοκολάτα-μέλι-φυστίκι εμένα μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι έτρωγα μπάρα snickers.

P.S.: Ιωάννα μου γλυκιά γκούγκλαρε σε παρακαλώ “Αράπικο Φιστίκι Αμμουδιάς Σερρών” και στο επόμενο καλόπιασμα μη μου ξενιτευτείς. Πες στην μαμά να σου στείλει κανένα βαζάκι!

Γεμιστά.

… Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy για να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…













Η Miss Casserole νοιώθει ενοχλημένη στην Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών. Δεν καταλαβαίνεις και πολλά μάλλον, ε; Θα καταλάβεις…

Δεν χρειάστηκε καν να υπερβείς το ψυχολογικό όριο του διψήφιου αριθμού αναρτήσεων για να διαπιστώσεις ότι η καθημερινότητα του ερασιτέχνη food blogger είναι αρκετά δύσκολη (όπως ορίζει, εν πάσει περιπτώσει, τις δυσκολίες της ζωής η δυτική πλευρά αυτού του πλανήτη). Εσύ που βιάστηκες να με πεις υπερβολική σημείωνε… Με το ένα χέρι ανακατεύεις την κατσαρόλα με την κουτάλα μην τυχόν και πιάσει και καταλήξεις να ανεβάζεις στο blog ξυλοκάρβουνα (αντί για χτένι σπάλας με μάυρη μπύρα). Ταυτόχρονα, με τον αντίχειρα του άλλου χεριού παλεύεις να εξασφαλίσεις το απαραίτητο οπτικοακουστικό υλικό για τα stories (ζουμάροντας, φιλτράροντας, ταγκάροντας, σετάροντας φωτεινότητα, δομή, ευκρίνεια, κλπ, κλπ, κλπ…) με τον κίνδυνο απρόσμενης υποβρύχιας λήψης να καραδοκεί (να κλαις όχι μονο το ποστάρισμα αλλά και τον εξοπλισμό σου). Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω ζογκλερικά, φροντίζεις συνεχώς να απωθείς τους υδρατμούς φυσώντας κόντρα για να μην νωτίζει ο φακός και βγούν τα καρέ σαν σκηνές από χρησμούς της Φημονόης στο Μαντείο των Δελφών. Αρκεί η εμπειρία μιας ανάρτησης από ένα ραγού, που λες φίλε αναγνώστη, κι εισαι έτοιμος να σκατζάρεις βάρδια ακροβάτη στο Cirque du soleil.

Για να μην αναφερθεί κανείς στην κατάρα του ζεσταμένου φαγητού. Ο ερασιτέχνης (underline it twice, ο ερασιτέχνης) food blogger, ένεκα της φωτογράφισης, ζεστό φαΐ δεν χάρηκε ποτέ, παρά μόνο ζεσταμένο. Ξεκίνα να χρονομετράς. Σε κάτι ας πούμε απλό… Π.χ. ένα αυγό μάτι. Από την αυγοθήκη του ψυγείου μέχρι το πιάτο σερβιρισμένο να σε κοιτάει να του ορμάς. Ο οικιακός μάγειρας σε οκτώ λεπτά είναι ήδη στο τραπέζι, με την πετσέτα του σφινομένη στο γιακά, κι έχει αρχίσει να κηνυγά με το ψωμί τον κρόκο που τρέχει καυτός σαν ηφαιστειακό μάγμα. Ο blogger…; O blogger τον τρώει, στην καλύτερη μετά από τρία τέταρτα, κρύο και σφιχτό σαν το βουλοκέρι στα κουτιά του Deal, αφού τα φώτα σβήσουν και πέσει η αυλαία. Αυτό όμως που ίσως δεν γνωρίζει κάποιος, είναι ότι η καθημερινότητά του πέρα από δύσκολη μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε κι επικίνδυνη…

Είσαι γνήσιος λάτρης όλων των αγορών, υπαίθριων και στεγασμένων, από την Borough Market του Λονδίνου απ’ όπου προμηθεύεται ο Jamie Oliver τα αβοκάντο για τις γουακαμόλε του, μέχρι την Λαική Αγορά Περιστερίου Γ΄Αθηνών, απ’ όπου προμηθεύεσαι εσύ τα λαχανικά της εβδομάδας. Έταξες γεμιστά και τέτοια τάματα δεν μένουν ανεκπλήρωτα. Ξεκινάς λοιπόν Σαββάτο πρωί, ψιλόβροχο, να προμηθευτείς τα υλικά σου, πάντα με τα χέρια γυμνά γιατί δεν συμπαθείς τα δίτροχα, ουχί τα καροτσάκια της λαϊκής, αλλά με τους δικέφαλούς σου προπονημένους όλο τον χειμώνα. Βουίζει ο τόπος τον τελευταίο καιρό για την εξάρθρωση κυκλώματος εκβιασμών πωλητών και παραγωγών λαϊκών αγορών για την εξασφάλιση της θέσης της καλής με παράνομα κέρδη εκατομμυρίων ευρώ. Κάτι έχει πάρει το αυτί σου αλλά δεν έχεις δώσει και ιδιαίτερη σημασία.

Ανέμελη ούσα food blogger, αλωνίζεις πάνω κάτω τους πάγκους (η λεγόμενη παγκότσαρκα), κάνεις την έρευνα αγοράς σου, τα σαρώνεις όλα κι όπως είσαι ζαλωμένη με τα ψώνια σου κουτουλάς με την ιδέα να ανεβάσεις στο blog και μερικές φώτο από τη λαϊκή. Ξεκινάς λοιπόν ενθουσιασμένη τις λήψεις ως μονόχερη φωτορεπόρτερ (το άλλο κοντεύει να ξεριζωθεί κουβαλώντας πατάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες, κλπ, κλπ, κλπ…). Σου χάρισαν τα οπωροκηπευτικά κάτι πόζες μούρλια και με το χαμόγελο στα χείλη δεν βλέπεις την ώρα της ανάρτησης. Το χαμόγελο όμως αρχίζει να σβήνει σαν βλέπεις κάποιους από τους πωλητές να ανταλλάζουν μεταξύ τους υπόπτα βλέμματα, αμφίσημες χειρονομίες, νοήματα, κοφτές ματιές… Αντιλαμβάνεσαι εχθρικές διαθέσεις κι υποψιάζεσαι πως μάλλον εσένα έχουν βάλει στο μάτι.

Σε παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης και δεν τους πολυάρεσε η πρωτοβουλία σου. Επιταχύνεις κι εσύ το βήμα σου γιατί ούτε εσένα σου πολυάρεσαν οι συνεννοήσεις τους, μα σε προλαβαίνει ο ένας από αυτούς, ο πιο μεγαλόσωμος, και σου κλείνει το δρόμο της επιστροφής προς το αμάξι. Στέκεται μπροστά σου με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανακριτικό. Το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κατασκοπική ταινία και νομίζεις ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιστεί ο Matt Damon και το υπόλοιπο cast του Bourne Supremacy να σε φυγαδεύσει. Παρατηρείς τις ταράτσες των διπλανών κτιρίων, ελπίζοντας σε κανέναν ελεύθερο σκοπευτή. Μάταια. Μόνη σου θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα…

“Τι φωτογραφίζεις κυρία μου; Ρώτησες κανέναν;”

“Ρώτησα τις μελιτζάνες, αλλά δεν μου απάντησαν…”

“Με ειρωνεύεσαι κιόλας;”

“Τα λαχανικά φωτογράφιζα. Ποιον θα έπρεπε να ρωτήσω…;”

Προς στιγμήν δείλιασες και σκέφτηκες να του εκβιάσεις τη συγκίνηση, μιλώντας του για τις δυσκολίες του foodblogging, αλλά ο Μπρούτο της ιστορίας μας έξυνε τα νύχια του για καυγά, οπότε οπλίστηκες με δηλητηριώδη δόση ειρωνίας και μείνατε να φιλονικείτε καταμεσής της αγοράς, ευτυχώς όχι για πολλή ώρα. Το ζήτημα έληξε μετά από προτροπές συνάδελφων του, οι οποίοι τoν καθησύχασαν ότι μάλλον κάνεις check-in στο facebook. Η ειρωνία ήταν μάλλον δανεική και μόλις επεστράφη. Εσύ…; Check-in…; Στο facebook…; Στη λαϊκή αγορά κιόλας! Αλήθεια τώρα…; Προτιμάς να παραδεχτείς ψευδώς ότι είσαι ρεπόρτερ του Vice σε μυστική αποστολή για το παράνομο κύκλωμα εκβιασμών, παρά να επιβεβαιώσεις ότι είσαι η χαζοβιόλα του facebook που υποθέτουν… Καπνίζεις από νεύρα και θυμό σαν την καμινάδα της Capella Sistina (μαύρο και πυκνό… δεν βγάλαμε πάπα σήμερα), αλλά δίνεις τόπο στην οργή, δεν λες λέξη άλλη, διακτινίζεσαι πίσω στο σπίτι κι αφήνεις το ψιλόβροχο να σβήσει τους καπνούς…

Για τα σημερινά γεμιστά, φίλε αναγνώστη, έπαιξα τη ζωή μου κορώνα-γράμματα… Πρόκειται για φαγητάρα που αξίζει να μπλέξεις ακόμα και με υπόκοσμο. Ασχολείσαι καμιά ωρίτσα βέβαια για την προετοιμασία τους, αλλά φτοιάχνεις μία λαμαρίνα και ξενοιάζεις για μέρες. Ο καθένας τρώει το λαχανικό που του αρέσει. Εναλλάσεις τα λαχανικά από μέρα σε μέρα και ξεγελιέσαι ότι τρως άλλο φαγητό. Τρώγονται κρύα. Είναι υγιεινά. Είναι vegan. Τι άλλο χρειάζεσαι για να πειστείς; Το μόνο που θέλω να προσέξεις είναι τα εξής:

Το ρυζάκι πρέπει να γλασάρει, οπότε φύλαξε το par boiled, το νυχάκι και το basmati σου για πιλάφια σπυρωτά και προτίμησε για αυτή τη συνταγή ρύζι καρολίνα που φημίζεται για την ικανότητά του να απορροφά τα λιπαρά. Τα λαχανικά πρέπει να ξεροψηθούν και όχι να βράσουν, οπότε δεν θέλεις πολλά υγρά μέσα στο ταψί σου. Τις ντομάτες σου τις θέλεις ολοστρόγγυλες, όπως τις βρήκες στον πάγκο της λαϊκής, οπότε μην τις παραγεμίσεις γιατί θα ανοίξουν κατά το ψήσιμο. Αυτά είχα να σου πω! Τολμησέ το γενναίε μου αναγνώστη, πιστεύω σε εσένα. Το πολύ πολύ φρόντισε, αν δεν είσαι τύπος ριψοκίνδυνος, πριν κινήσεις για την λαϊκή να αφήσεις το φωτογραφικό σου δαιμόνιο πίσω στο σπίτι. Καλή επιτυχία!

Σπιτική λεμονάδα αρωματισμένη με τζίντζερ και cookies ταχινιού.

… Μεσημέριασε. Η βόλτα τελειώνει με άραγμα σε καφέ στην Αδριανού για να ξεκουραστεί η αρίδα από το σουλάτσο. Χαζεύει τον κατάλογο και ψιθυρίζει “Πολύ αργά για καφέ…”. “Πολύ νωρίς για αλκοόλ!” συμπληρώνεις εσύ και της κλείνεις το μάτι πονηρά. “Υπομονή μικρό μου…”, συλλογίζεσαι. “Κοντεύει η ώρα που θα μοιραστείς με τη νονά σου τις σκέψεις σου για όλα όσα πληγώνουν και λυτρώνουν τις ψυχές μας, σε μια ήσυχη μπάρα αυτής της πόλης με χαμηλό φωτισμό και υψηλούς βαθμούς αλκοόλης” …













“Νοναααααά…”, τρέχει και σε υποδέχεται με την πιο γλυκιά αγκαλιά του κόσμου κι εσύ λιώνεις από αγάπη και υπερηφάνεια. Αγάπη για τους αυτονόητους λόγους και υπερηφάνεια για όλα όσα θα μπορούσαν να είχανε πάει λάθος και τελικά δεν πήγε τίποτα. Θα μπορούσε να ήταν η Jolie στο Girl, Interrupted αλλά δεν είναι. Ταυτίστηκε μάλλον με τη Ryder και προχώρησε παρακάτω (κι ας μας πήρε το όσκαρ η Angelina από τα χέρια, χαλάλι της…). Δεν χορταίνεις να της χαϊδεύεις τα μαλλιά και να την σκανάρεις σαν τομογράφος από πάνω μέχρι κάτω αναζητώντας μάταια κάποιο ψεγάδι. Χαίρεσαι να περπατάς δίπλα της και λυπάσαι που δεν μπορεις να την δαγκώνεις άλλο πια στις γαμπίτσες και στα μπρατσάκια όπως παλιά (που και που της δίνεις καμία γερή και παίρνεις τη δόση σου).

Νοιώθεις τύψεις γιατί έχεις να την δεις από τα Χριστούγεννα. Νοιώθεις τυψεις γιατί σου ‘χει ζητήσει εδώ και καιρό μια διανυκτέρευση σπίτι σου (ταινία, ποπκόρν, κουβεντολόι μεχρι το πρωί, κλπ, κλπ, κλπ…) κι ακόμα να βρεις μία μέρα διαθέσιμη. Νοιώθεις τύψεις γιατί ακόμα δεν φάγατε εκείνο το inside out california roll στην αγαπημένη της αλυσίδα sushi-bar. Νοιώθεις τύψεις για την κοινωνία που καλείται να ζήσει, να αγαπήσει, να ονειρευτεί… Μπροστά σε μία έφηβη νοιώθεις τύψεις για όλα. Ως πρέπει και ως οφείλεις. Αναλογίζεσαι πότε πέρασαν δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Ή δεκαεπτά; Ώπα-ώπα. Δεν παίζουν με αυτά. Κάνε το λάθος αν τολμάς και πες “δεκαεξάχρονη” μια δεκαεπτάχρονη έφηβη. Κάνεις λίγο τα μαθηματικά (μην τυχόν κι εκτεθείς σε ανύποπτη χρονική στιγμη) και σου λείπουν από το μέτρημα μερικοί μήνες για να συμπληρωθούν δεκαεπτά χρόνια.

Μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πίσω το σχήμα αυγό-λαμπάδα-παπούτσια. Αντιθέτως, υπηρετούμε πιστά το σχήμα CD-καλλυντικά-ρούχα. Στάση πρώτη: Δισκάδικο. Οικείος ο χώρος για εκείνη, κατευθύνεται χωρίς αναζήτηση στην κατηγορία που την ενδιαφέρει. Εσύ χαζεύεις μπεστάκια του Phil Collins και βινύλια του Van Morrison κι εκείνη κορεάτικες ποπ αγορομπάντες. Αναλογίζεσαι το χάσμα των γενεών που σας χωρίζει, μα λίγο πριν βγάλεις τη μεζούρα να το μετρήσεις, ο υπάλληλος του δισκάδικου βάζει το πρώτο λιθαράκι και γεφυρώνει μια χαρά τις δύο γενιές. “Κορίτσια βρήκατε αυτο που ψάχνετε;” Συγκινημένη απο το “κορίτσια” μοιράζεσαι μαζί της την θλίψη των τριανταεννέα Δεκεμβρίων. “Καλά ρε νονά… Δεν είσαι και ογδόντα!!!” προσπαθεί να σε συνεφέρει εκείνη. Της εξηγείς ότι δεν σε παρηγορεί το προσδώκιμο ζωής… Άλλο ένα CD στη συλλογή της.

Ο πιο εύκολος τρόπος να καθαρίσεις το τζίντζερ χωρίς φύρα είναι με ένα κουτάλι.

Επόμενη στάση: Καλλυντικάδικο. Εννοείται πως τα τεστάρει όλα, εννοείται πως σε συμβουλεύει για το κατάλληλο προϊόν για τον τύπο δέρματός σου, εννοείται πως τα θέλει όλα αλλά δεν σε φέρνει ποτέ σε δύσκολη θέση, εννοείται επίσης πως μια μέρα θα γίνει youtuber και beauty influencer (ο επαγγελματικός προσανατολισμός της εποχής). Προσθέτει άλλη μία παλέτα σκιών στη συλλογή της. Επόμενη στάση: Κατάστημα ρούχων. Μερικά t-shirts ακόμα δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Μεσημέριασε. Η βόλτα τελειώνει με άραγμα σε καφέ στην Αδριανού για να ξεκουραστεί η αρίδα από το σουλάτσο. Χαζεύει τον κατάλογο και ψιθυρίζει “Πολύ αργά για καφέ…”. “Πολύ νωρίς για αλκοόλ!” συμπληρώνεις εσύ και της κλείνεις το μάτι πονηρά. “Υπομονή μικρό μου…”, συλλογίζεσαι. “Κοντεύει η ώρα που θα μοιραστείς με τη νονά σου τις σκέψεις σου για όλα όσα πληγώνουν και λυτρώνουν τις ψυχές μας, σε μια ήσυχη μπάρα αυτής της πόλης με χαμηλό φωτισμό και υψηλούς βαθμούς αλκοόλης…”

“Νονά νηστέυεις;

Όχι μικρό μου. Δεν σώζομαι εγώ… Εσύ;

Ναι. Θα πάρω μία λεμονάδα με τζίντζερ.

Κάνε τις δύο. Έχει και νηστίσιμα cookies…”

Κουίζ: Βρες το δαγκωμένο μπισκότο…

Με αυτή την σπιτική λεμονάδα με άρωμα τζίντζερ θα κεράσεις τη βαπτιστήρα σου, θα χωνέψεις, θα δροσιστείς και θα αποτοξινωθείς. Θα την σερβίρεις μετά την Κυριακάτικη γενοκτονία αμνοεριφίων που πλησιάζει, αραιωμένη με νερό (ή ακόμα καλύτερα με σόδα για λίγο παραπάνω γκάζι) και θα μείνει σε όλους αξέχαστο το τραπέζι της φετινής λαμπρής. Σου χω και μοναδικά vegan, νηστίσιμα, full energy cookies ταχινιού για την επομένη το πρωί. Τώρα θα μου πετάξεις δικαιολογημένα στη μούρη φίλε αναγνώστη ότι μαλλον άργησα λίγο για προτάσεις νηστείας… Θα κατεβάσω το κεφάλι ενοχικά (δύο μηνών food blogger είμαι θα βελτιωθώ στους χρόνους μου με τον καιρό…), θα το παραδεχτώ και θα δικαιολογηθώ λέγοντάς σου ότι αυτά τα energy cookies θα σε συντροφεύουν όλο το χρόνο (ουφ! το σώσα…).

Ατομικές ζαμπονοτυρόπιτες κι ανθοτυρόπιτες.

… Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες …













Κυριακή μεσημεράκι. Μόλις τσάκισες το ψητό σου, έχεις κάνει και τη λάντζα σου και φλερτάρεις με την ιδέα να πας να την πέσεις για μεσημεριάτικη siesta, γιατί η εβδομάδα που τελειώνει ήταν δύσκολη και χρειάζεσαι τόνους ξεκούρασης να υποδεχτείς την αυριανή ημέρα. Ο καλός σου δεν ακολουθεί. Προτιμά να χωνέψει σόλο στον καναπέ κάνοντας ζάπινγκ. Τον αποχαιρετάς, οδεύεις εις τα ενδότερα και καταρέεις πριν προλάβεις να βγάλεις τις παντόφλες σου.

Δεν βλέπεις συνήθως όνειρα, ούτε πιστεύεις στον συμβολισμό τους. Έτσι όμως που έφαγες μάλλον φαίνεται ότι δεν τα γλυτώνεις… Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι περισσότεροι εφιάλτες σου ξεκινούν κατεβαίνωντας μία σπιροειδή σκοτεινή μεταλλική σκάλα που τρίζει, σε όλους πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό πρόσωπο και όλοι τελειώνουν με ένα αδέσποτο σκυλί να δαγκώνει τη γάμπα σου. Σφιχταγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου, λοιπόν, κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τη γνωστή σκαλίτσα…

Στρίγγλες τσαμπούνες κι υστερικοί ζουρνάδες σου παίρνουν τα αυτιά. Άνθρωποι ξεσηκώνονται σε χορούς κυκλωτικούς. Σε τυφλώνουν τα φλουριά τους που κουνιούνται ρυθμικά αντανακλώντας το φως της μέρας. Δεξιά σου μπουραζάνες. Αριστερά σου σεγκούνια. Σ΄ αρπάζει αυτός που σέρνει τον χορό – φέρνει λιγο στον Κώστα Ζουράρη αλλά δεν δίνεις σημασία – κι αρχίζεις να λυγιέσαι σαν γερακίνα πριν καλά καλά το καταλάβεις. Δεν έμελλε να κοιμηθείς αυτό το μεσημέρι… Σ’ αρπάζει ένα τσοπανόσκυλο από τη γάμπα, χάνεις τα βήματα και ξυπνάς βίαια με το κεφάλι καζάνι, με μία ελαφριά εφίδρωση στο μέτωπο και με μία υποψία παλινδρόμησης στο φάρυγγα. “Μάλλον παράφαγα” συλλογίζεσαι. Στέκεσαι λίγο καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Μα γιατί δεν σταματούν οι τσαμπούνες; Μήτε τα νταούλια, μητε οι ζουρνάδες…;.

Ο ήχος σε οδηγεί στο σαλόνι όπου βρίσκεται κι ο σκηνοθέτης του εφιάλτη σου. “Αετομηλίτσα Ιωαννίνων! Έλα, έλα…” σε προσκαλεί στον καναπέ ο καλός σου συντονισμένος στην ΕΡΤ3 έτοιμος να σφυρίξει κλέφτικα. Μαζί με εσένα ξύπνησαν κι οι παιδικές του αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό με τα ξαδέρφια του. Άλλο ένα επεισόδιο “Κυριακή στο χωριό” μόλις είχε ξεκινήσει. Παρκάρεις τον ενθουσιασμο του με ένα “Χαμήλωσέ το λίγο…” και ελπίζεις για καμια σόδα στο ψυγείο. Ευτυχώς το ψυγείο σου δεν σε πρόδωσε και ήδη νοιώθεις με την πρώτη γουλιά καλύτερα.

Σωπαίνουν οι τσαμπούνες, σωπαίνουν κι οι ζουρνάδες, παραμερίζουν κι οι Αετομηλιτσιώτες. Ήρθε η ώρα της κυρά Βαγίτσας που ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε και τα κυριακάτικά της και στηθηκε μπροστά από το φακό να σου εκμυστηρευτεί τα μυστικά του καλού φύλλου που μόνο εκείνη ξέρει – άλλη δεν ζύμωσε ποτέ στο χωριό…καταλαβαίνεις τώρα.

Το ξέρω ότι δεν ταυτίζεσαι και πολύ με την κυρά Βαγίτσα. Εσύ είσαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζεις και θα σφυρίζεις, που λέει και το τραγούδι. Εσύ είσαι η Καρέζη στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Εσύ ξυπνάς το πρωί και ρουφάς δυο Malboro για να ισιώσεις πριν πεις καλημέρα σε άνθρωπο. Δεν ανεβαίνεις τον Γράμμο με το μουλάρι να μαζέψεις ξύλα, ούτε ζυμώνεις δέκα κιλά αλεύρι στη λεκάνη της μπουγάδας να κοπιάσουν οι απανταχού Αετομηλιτσιώτες. Σε νοιώθω. Αλλά δεν νομιζεις ότι πέρασε ικανός χρόνος από τότε που πρωτοέβρασες το πρώτο σου αυγό, από τότε που στράγγισες την πρώτη σου μακαρονάδα, από τότε που έψησες το πρώτο σου κοτόπουλο για να “ζυμωθείς” με νέες εμπειρίες; Αφού σ’ αρέσει η μαγειρική. Αν δεν σ’ άρεσε δεν θα με διάβαζες…

Μην σε κομπλάρει η κυρά Βαγίτσα που ανοίγει τα φύλλα σαν σεντόνια, σχεδόν διαφανή, να τα πάρει ο Σπαθάρης να προβάλλει τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Εσύ θα ακούσεις εμένα. Και το φύλλο σου θα ανοίξεις, και την πίτα σου θα φουρνίσεις και μια χαρά θα διατηρήσεις στο ακέραιο το προφίλ της famme fatale, μη μου αγχώνεσαι. Να, σαν να σε βλέπω. Με το σατέν το ρομπάκι σου, να πιάνεις τα μαλλιά σου ένα χαλαρό κότσο με το στυλό από την αντζέντα σου, να βάζεις μια μαλαγουζιά να σε συντροφεύει – όπως κάνεις πάντα όταν μαγειρεύεις – και να αρχίζεις τα ζυμώματα. Βάλε και τον δισκο του Θανάση “Στην Ανδρομέδα και στη γή” να παίζει – βασικό συστατικό επιτυχίας για πίτες – και σε μία ωρίτσα από τώρα θα τρως κάτι χειροποίητες πιτες, μα κάτι χειροποίητες πίτες…

Ας απλοποιήσουμε όμως λίγο τα πράγματα. Ξέχνα το δίμετρο πλάστη της κυρά Βαγίτσας. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ τέτοιο. Ξέχνα και τα χάλκινα σφυρήλατα σινιά της πενήντα πόντους διάμετρο. Εσύ θα φτοιάξεις για αρχή ατομικές πίτες στη λαμαρίνα του φούρνου σου. Ακολούθησε τις οδηγίες της συνταγής για τη ζύμη. Κόψε ένα μπαλάκι στο μέγεθος ενός μανταρινιού. Λίγο αλευράκι στον πάγκο σου, λίγο αλευράκι στο ζυμαράκι σου και ξεκίνα με ένα πλάστη χειρός – με έχει σώσει το μαραφέτι αυτό – να ανοίξεις ένα ακανόνιστο σχήμα φύλλου. Ότι βγει. Κύκλος, πολύγωνο, τετράγωνο… Μη δώσεις σημασία. Προσπάθησε μόνο να μην βγει πολύ χοντρό. Αν κολλάει κατά το άνοιγμα στον πλάστη αλεύρωσέ το ελαφρώς.

Διάλεξε τη γέμιση που σου αρέσει. Εγώ σήμερα λαχτάρισα ζαμπονοτυρόπιτα με σάλτσα ντομάτας και γλυκιά πιπεριά. Βάλε στο κέντρο τη γέμιση και ξεκίνα να διπλώνεις τα φυλλα προς τα μέσα σχηματίζοντας ένα πολύγωνο. Άσε και μια μικρή τρυπούλα στο κέντρο να εξατμίζονται τα υγρά της γέμισης – έτσι θα κάνεις πάντα αν είναι πολύ υδαρή. Κάνε αν έχεις όρεξη και μερικές ανθοτυροκουλουρίτσες. Άνοιξε το μανταρινάκι σου με τον πλάστη λίγο πιο μακρόστενο και βάλε κατά μήκος τη γέμιση. Τύλιξε τη σαν φλογέρα, στρίψε τη ελαφρώς και κάνε ένα σαλίγκαρο. Εγώ θερμαίνω στα μικροκύματα λίγο πρόβειο βούτυρο με ελαιόλαδο και με αυτό λαδώνω τη λαμαρίνα και τις πίτες πριν τις φουρνίσω. Καλή επιτυχία!

Ζύμη και σάλτσα για πίτσα.

… Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους. “Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία” …













Σεπόλια ώρα επτά απογευματινή. Σε έχει ταλαιπωρήσει από τις πέντε διαολεμένη κίνηση. Σκάβουν την Χαμοστέρνας, μόλις έκοψε τουλουμωτή βροχή, μία καραμπόλα δεν λείπει ποτέ από την νεροποντή – ⁷τα γνωστά. Είσαι μία ανάσα πριν από το χαλάκι της εξώπορτας, αλλά δε λέει να το πατήσεις. Ανεβάζεις την ένταση στο ραδιόφωνο να πέσουν λίγο οι σφιγμοί, ξεφυσάς σαν φάλαινα φυσητήρας και αυθυποβάλλεις τον εαυτό σου σιγοψιθυρίζοντας “Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή… μία διασταύρωση έμεινε”.

Αυτή όμως δεν είναι διασταύρωση. Είναι χτικιό. Είναι το σημειο όπου τέμνονται τρεις οδοί – Σεπολίων – Κωνσταντινουπόλεως – Ευαλκίδου – μπουλούκια πεζών από και προς το σταθμό μετρό Πλ. Αττικής, οι γραμμές της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η προσμονή της υπογειοποίησής τους. Είναι το σημείο όπου τηρείται ενός λεπτού σιγή στο χαμό της κυκλοφοριακής αγωγής. Προτεραιότητες; Προτεραιότητα έχει όποιος χωθεί. Δε χώθηκες; Θα μείνεις εκεί μέχρι άυριο. Οδοσήμανση; STOP κι η Eυαλκίδου STOP και η Κωνσταντινουπόλεως. Καταλαβαίνεις τώρα…

Επί της Ευαλκίδου, πιτσιρικάς διανομέας, ισορροπώντας το δίκυκλο με το ένα χέρι στο γκάζι και το άλλο να σκρολάρει το κινητό του, μεταφέρει πίτσες. Δε μεταφέρει όμως μόνο πίτσες. Μεταφέρει και νεύρα πολλά… Γιατί η ακτίνα διανομής – άνοιξε – άνοιξε – την έφτασε το αφεντικό Σεπόλια – η πιτσαρία στο Νέο Κόσμο εν τω μεταξύ. Γιατί δουλεύει ανασφάλιστος 40 μέρες σερί χωρίς ρεπό – δε θες να ξέρεις για πόσα. Γιατί το Μαράκι δεν απαντά στα μηνύματά του – το πιο χοντρό απ’ όλα. Αγνοεί το STOP.

Επί της Κωνσταντινουπόλεως, επαγγελματίας αυτοκινητιστής με τα μάτια νυσταγμένα και βαριά, λίγο πριν κλείσει δωδεκάωρο στο τιμόνι, ψάχνει την Γαλαξιδίου στο GPS και μεταφέρει ηλικιωμένη κοκκεταρία – πάει επίσκεψη αλλά δεν ξέρει ούτε αυτή τη Γαλαξιδίου. Δε μεταφέρει όμως μόνο τη γλυκούλα με το ταγιέρ και τις πάστες. Μεταφέρει και αυτός νεύρα πολλά… Γιατί αρνείται να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα στην παροχή υπηρεσιών μετακίνησης – beat, uber, κλπ). Γιατί το σημερινο δωδεκάωρο τον έβαλε μέσα – ούτε τα καύσιμα δεν έβγαλε. Γιατί δεν βρίσκει τη Γαλαξιδίου στα μηχανάκια του διαβόλου… Αγνοεί το STOP.

δυνατό ζύμωμα = ελαστική ζύμη

Λίγο το αγχωτικό σφύριγμα των ελεγκτών των γραμμών γιατί πλησίαζε το τρένο, λίγο το απειλητικό σφύριγμα του τρένου – έχει φάει κόσμο και κοσμάκι – λίγο τα νεύρα και η κούραση, φιλήθηκαν ντελιβεράς με ταρίφα πλαγιομετωπικά, ευτυχώς χωρίς σοβαρή ζημιά. Παρ’ όλα αυτά ανάβουν τα αίματα. Όπως κάθε αντρική εμπλοκή που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι αυτή ξεκινά σε φιλική διάθεση αρχικά για την αναζήτηση ευθυνών – καλά ρε φίλε δεν είδες το STOP; – και καταλήγει σε βίαιες ερωτικές σκηνές με τη γυναίκα που τους άλλαζε τις πάνες – γ..ω τη μάνα σου παλιομαλ…νο.

Πιτσιρικάς ων ο διανομέας – βράζει το αίμα του και δε σηκώνει και πολλά πολλά για τη μάνα του – αμολά το μηχανάκι μη λογαριάζοντας την κακιά στιγμή που ερχόταν και χυμάει στον ταξιτζή. Κι η κακιά στιγμή ήρθε. Πέφτει το μηχανάκι κάτω. Ανοίγει το κουτί της διανομής κι απλώνονται οι πίτσες στην Κωνσταντινουπόλεως σαν πλανήτες μετά την Μεγάλη Έκρηξη. Η μία πίτσα δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Της άλλης της την έπεσαν οι κόπροι της γειτονιάς – ανεπάντεχη η χαρά τους. Την τρίτη την περιέθαλψε ο ελεγκτής των γραμμών μουλωχτά στο φυλάκιο την ώρα της φασαρίας.

Ξηρή μαγιά, χλιαρό νεράκι, λαδάκι, θυμάρι, ζάχαρη (η τροφή της μαγιάς) κι η υπομονή ένα 10λεπτο να ενεργοποιηθεί.

Ευτυχώς, τον ταξιτζή τον γλύτωσε το Μαράκι, η οποία θυμήθηκε να απαντήσει στις κλήσεις του πιτσιρικά. “Πού είσαι ρε Μαράκι; Που είσαι; Απο το πρωί σε ψάχνω…”. Ανοίγει και πάλι ο δρόμος. Μπουχός ο ταξιτζής, μπουχός κι εγώ. Οκτώ παρά πέντε πατάω το χαλάκι της εξώπορτας επιτέλους.

“Τι θα φάμε απόψε; Να παραγγειλουμε καμιά πίτσα;”, σε καλοσωρίζει ο καλός σου με το ποδαρικό. “Με τέτοια κίνηση; Δε θα έρθει ποτέ. Άντε, θα κάνω εγώ μία…”

Στο σπίτι μας δεν λείπουν ποτέ υλικά για πίτσα – και για βάφλα, και για λουκουμάδες, και για κρέπες, όρεξη να έχουμε να μαγειρεύουμε και να μπλογκάρουμε. Σκέψου εκείνον που περίμενε τον διανομέα μία ώρα να φτάσει κι εν τέλει δεν έφαγε κιόλας. Αν κι εσύ εκτιμάς την χειροποίητη πίτσα – και δεν είσαι ο φύλακας των γραμμών στη Σεπολίων να έχεις τα τυχερά σου – εμπιστέψου με.


Voilà! Eνεργοποιήθηκε.

Διάλεξε εσύ όποια γεύση σου αρέσει. Ποια είμαι εγώ που θα σου πω τι υλικά να βάλεις πάνω στην πίτσα σου; Θα μου επιτρέψεις όμως να σου πω πως θα βάλεις τα θεμέλια για την τέλεια πίτσα. Μιλάς με pizza engineer. Θες άλλη σάλτσα; Δεν θα επιμείνω. Όπως σε ευχαριστεί. Αλλά για τη ζύμη ούτε κουβέντα αγαπημένε μου αναγνώστη. Ζυμαράκι σχετικά αφράτο – αν θες ιταλικού τύπου προτίμησε να τη φας στο poselli όταν ανέβεις στη μάνα σαλλονίκη – εγώ προτιμώ τις μπαμπάτσικες – αλλά με σουπερ τραγανή κρούστα. Καλή επιτυχία!

Γόπες ψητές. Σκέτες.

… Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα απο την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου …





“Μαμά…τι θα φάμε σήμερα;” Ήξερα. Μύριζε όλο το σπίτι εξάλλου. Έτσι ρωτούσα. Προλόγιζα την γκρίνια μου. “Έλα βόηθαμε να στρώσουμε το τραπέζι κι άσε τις ερωτήσεις”, μου έκοβε τη φόρα γιατί κι εκείνη ήξερε τι θα επακολουθούσε. Δεν έκανε πρώτη φορά γόπες άλλωστε. Με είχε μάθει πια. “Πάλι γόπες;”, ξύνιζα εγω τα μούτρα μου. “Αυτό έχουμε αυτό θα φάμε. Πήγαινε τα ποτήρια μέσα”. “Άλλα ψάρια δεν υπάρχουν;”, η μουρμούρα συνεχιζόταν. “Όχι δεν υπάρχουν” με φλόμωνε στα παραμύθια για να μη μαρτυρήσει ότι τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν μπαρμπούνια και κουτσομούρες. “Σκέτες πάλι;” “Ναι, σκέτες. Και σαλάτα ντομάτα.” Έστρωνα το τραπέζι με τα μούτρα μου τσαλακωμένα από την γκρίνια. Με κάθιζε δίπλα της για να με έχει του χεριού της, φιλέταρε τις ψημένες γόπες και με μπούκωνε να σωπάσει τη διαμαρτυρία μου. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γόπα εγω θα πνιγόμουν δήθεν απο κόκκαλο και θα την έπεφτα στην ψίχα του ψωμιού να σωθώ από βέβαιο πνιγμό και να χορτάσω την πείνα μου.

Οι συμμορίες της Σαλαμίνας…
Κι η γόπα θέλει χέρι…

Από τότε πέρασε σχεδόν μία εικοσαετία. Τα οικονομικά βελτιώθηκαν. Η μάνα μου ούτε να ακούσει πλεον για γόπες. Της μυρίζουν λέει. Κι εγω στρώνω το δικο μου τραπέζι σήμερα. Γόπες ψητές. Σκέτες. Και σαλατα ντομάτα. Μόνη γαρνιτούρα μια γλυκόπικρη παιδική ανάμνηση. Αυτο κι αν είναι 20-year-challenge… Την ψαριά αυτή μας την χάρισε ο Αχμετ. Αιγύπτιος γείτονας και φίλος. Τον προμηθεύουν συμπατριώτες του που κάνουν μεροκάματα στα ψαροκάϊκα της Σαλαμίνας. Μπήκε στην αυλή με τα χέρια βαριά από τις σακούλες μα με την καρδιά γεμάτη από την χαρά της προσφοράς και μας τις άφησε. Αγοράζει συχνά πυκνά 3-4 κιλά γόπες φρεσκοψαρεμένες, απευθείας απο το καΐκι. Τις καθαρίζει και τις καταψύχει σε μερίδες και τρώει έτσι φρέσκο ψάρι μια φορά την εβδομάδα. “Ο Άχμετ αν και φτωχικά, προσπαθεί να ζει ποιοτικά” παρατήρησε ο φίλος μου. Το ίδιο μάλλον προσπαθούσε κι η μάνα μου, σκέφτηκα. Είδα τη γόπα με άλλο μάτι…

Το ψαράκι λοιπόν της φτωχολογιάς, με τις χρυσές ράβδους στα πλεύρα και το μάτι το βοϊδίσιο, εξού κι η επίσημη ονομασία της ‘Βόωψ’, μαζί με τα λοιπά ψάρια της οικογένοιας σπαριδών, σάλπες, σαργούς, κλπ, είναι ψαράκι διεμφυλικό εκ φύσεως. Οι θηλυκές γόπες μόλις ωριμάσουν αλλάζουν φύλο. Γίνονται αρσενικές για να καταφέρουν να αναπαραχθούν και να διαιωνίσουν το είδος τους. Ιδιαίτερο ψαράκι, λοιπόν, η γόπα, από κάθε πλευρά, που αξίζει να βγεί από το περιθώριο και να μπει στους φούρνους μας – μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Κατέβασε τη συνταγή να δεις πως τη ψήνω εγώ. Καλή επιτυχία!


βοῶπις < βοῦς + ὤψ (κυριολεκτικά: «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»