Η caprese μου.

… κι ο μικρός Γιαννάκης ζωσμένος σαν βομβιστής αυτοκτονίας με σωσίβιο γιλέκο, κουλούρα, μπρατσάκια κι αφρολέξ μακαρόνι, κι η μητέρα του με το πηρούνι και το τάπερ ένα βήμα πίσω του να τον κηνυγά να κουμπώσει το δεκατιανό του, κι ο τύπος που έφαγε τα μισθά των προηγούμενων μηνών κάτω από λάμπες φθορίου -μην τον βλέπεις που γυαλίζει σαν λουστρίνι, δεν είναι από το δεκαπεντάρι piz buin το μαύρισμά του- κι οι μαθητευόμενοι ψαράδες που θα ταΐζουν και φέτος τα ψαράκια από τα βράχια και θα επιστρέφουν με τον κουβά άδειο σπίτι… Ήταν όλοι τους εκεί. “Σχεδόν όλοι…”, σαν να συννέφιασες ξαφνικά…













Η πρώτη βουτιά του καλοκαιριού είναι πλέον γεγονός. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το λες ακριβώς βουτιά. Οταν σου παίρνει μία ώρα να βυθίσεις τον αφαλό σου κι άλλο τόσο το πηγούνι σου, μάλλον δεν το λές βουτιά. Η θάλασσα του Ιουνίου είναι κατά κοινή ομολογία μπουζερή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα αποχαιρετίσεις το πρώτο καλοκαιρινό σαββατοκύριακο στο εξοχικό στεγνή κι ανάλμυρη. Κίνησες λοιπόν παρέα με τον καλό σου την πρώτη Κυριακή του Ιουνίου, πρωί μεν, αλλά λίγο αργότερα από ότι συνηθίζετε -ν’ ανέβει λίγο ο ήλιος γιατί κοτοπουλιάζεις ακόμα στην σκιά- για την αγαπημένη σας παραλία.

Κόλπος μικρός, βοτσαλωτή ακτή, ανοργάνωτη -σαν κι εσένα- με απότομη κλίση και δροσερά βαθειά νερά. Τον παράτησες να παιδεύεται να στήσει το τσαρδί σας -ομπρέλες, καρεκλάκια, ψάθες, πετσέτες- κι έτρεξες με το που φτάσατε για απλωτές, πετώντας πίσω σου καφτάνια και σαγιονάρες. Την πλήρωσες όμως τη γαϊδουριά σου γιατί η βουτιά δεν ήρθε ποτέ. Έμεινες με τους μηρούς, μισούς μέσα-μισούς έξω από το νερό για κανένα τέταρτο μέχρι να πάρεις απόφαση να προχωρήσεις. Έστεκες εκεί, μόλις ένα μέτρο από την ακτή και χαζογελούσες στον καλό σου που ίδρωνε για την σκιά σας, αλλά για βουτιά ούτε λόγος. Μούδιασαν τα κάτω άκρα σου λες και σου είχε χορηγηθεί επισκληρίδειος αναλγησία. Πήρε το μάτι σου μια ογδοντάχρονη που αναδύθηκε μέσα από το νερό σαν το υποβρύχιο Παπανικολής, σε πήρε η ντροπή, μονολόγησες the time is now και αυτό ήταν. Η πρώτη “βουτιά” ήταν γεγονός.

Αφού έπιασες θερμοκρασία κουνώντας χέρια πόδια σαν τρελή με κομμένη την ανάσα, άρχισες να χαζεύεις τις λιγοστές παρέες έξω στην ακτή και διαπίστωσες ότι όλοι οι εξοχικάριοι ήταν εκεί και φέτος. Και οι έφηβες followers της Kendall Jenner να χαρίζουν πόζες στο φακό του Instagram με χειλάκια τουρλωτά -ελπίζοντας να έχουν την τύχη της καλλονής σε followers, likes και φράγκα- κι ο σωματώδης με τα δερματόστικτα μπράτσα – ασπίδες, δόρατα, περικεφαλαίες, τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους… καταλαβαίνεις τωρα…- κι ο μικρός Γιαννάκης ζωσμένος σαν βομβιστής αυτοκτονίας με σωσίβιο γιλέκο, κουλούρα, μπρατσάκια κι αφρολεξ μακαρόνι, κι η μητέρα του με το πηρούνι και το τάπερ ένα βήμα πίσω του να τον κηνυγά να κουμπώσει το δεκατιανό του, κι ο τύπος που έφαγε τα μισθά των προηγούμενων μηνών κάτω από λάμπες φθορίου -μην τον βλέπεις που γυαλίζει σαν λουστρίνι, δεν είναι από το δεκαπεντάρι piz buin το μαύρισμά του- κι οι μαθητευόμενοι ψαράδες που θα ταΐζουν και φέτος τα ψαράκια από τα βράχια και θα επιστρέφουν με τον κουβά άδειο σπίτι… Ήταν όλοι τους εκεί. “Σχεδόν όλοι…”, σαν να συννέφιασες ξαφνικά.

“Paparazzi και μοντέλα, ηθοποιοί αποτυχημένοι αφού όλοι διασκεδάζουνε γιατί είσαι λυπημένη;”, θυμήθηκες τους στίχους των Ημιζ και θέλεις να βγεις από τη θάλασσα και να θρηνήσεις σαν την Ελπίδα “Όμως δεν ήηηρθες εσυυυυυυυύ, το χαμοοοόγελοοοοό σουουουουου…”. Δυστυχως, το φετινό καλοκαίρι θα ξημερώνεσαι με την παρέα σου στην αγαπημένη σου παραλία χωρίς το χαμόγελο του καντινιέρη όταν θα του αδειάζεις το ψυγείο με τις μπύρες -γιατί έτσι σου αρέσει-, όταν θα του βάζεις τις παραγγελίες για τα κεμπάπ δέκα-δέκα, όταν θα σου σερβίρει τον πρώτο πρωινό εσπρέσσο δίπλα στο κύμα, όταν θα κερνάς γρανίτες τα πιτσιρίκια των φίλων σου… Η καντίνα ήταν εκεί πιστή στο ραντεβού της, με τα τραπεζοκαθίσματα όμως στιβαγμένα και σκονισμένα κι ο καντινιέρης πουθενά. Κυκλοφόρησε ότι κάτι πήγε λάθος με τον πλειοδοτικό διαγωνισμό του δήμου κι έμεινε φέτος η καντίνα χωρίς καντινιέρη. Προς στιγμή σκέφτεσαι το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ και λές, ναι ρε, αυτοδιαχείριση, εγώ θα την δουλέψω την καντίνα, αλλά ξέρεις πολύ καλά πως τίποτα από όλα αυτά δε θα γίνει.

Όχι τίποτα άλλο… Αλλά σήμερα πόνταρες στον καντινιέρη, έτσι για κάτι πρόχειρο, να σβήσει τις μεσημεριανές λιγουρίτσες που συντομεύουν την παραμονή σας στην παραλία και σας γυρνάνε σπίτι και σε κλείνουν στην κουζίνα καλοκαιριάτικα να ψήνεσαι και να ψήνεις. Κολυμπήσατε, λιαστήκατε, ξανακολυμπήσατε, ξαναλιαστήκατε, οι λιγουρίτσες ήρθαν, η καντίνα κλειστή, γυρίσατε αναπόφευκτα σπίτι αναρωτούμενοι “…και τώρα τι τρώνε…;”. Στην κατάψυξη φωλιάζαν έτοιμα μπιφτεκάκια κοτόπουλου γιατί προνόησες την τελευταία φορά που ζύμωσες κιμά. Έκανες και την αγαπημένη σου σαλάτα caprese κι έπνιξες εκεί τον καημό της φετινής απώλειας των εξοχικών διακοπών…

Πριν βιαστείς να μου προτάξεις το δάχτυλο σου κάτω από τη μύτη μου και να με κατακρίνεις ότι σνομπάρω το εθνικό μας σαλατικό, την τουριστική μας ατραξιόν, το main course των βορειοευρωπαίων επισκεπτών μας, έχω μια ερωτηση για σένα. Ειλικρινά τώρα δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια, τόσα μεσημέρια, τόσα τραπεζώματα, τις βούτες στην χωριάτικη; Όχι ε..; Εντάξει, ουτε κι εγώ. Αλλά μία αλλαγή την χρειαζόμαστε ενίοτε φίλε αναγνώστη δεν νομίζεις…; Η σαλάτα του φετινού καλοκαιριού θα έχει ντοματίνια, αγγουράκια, μοτσαρέλα, βασιλικο και λιαστη ντομάτα. Θυμίζει caprese αλλά δεν είναι… Εύχομαι να την φτιάξεις. Καλή επιτυχία!

Leave a comment